Ήταν ένα μικρό παιδί. Κανονικά μικρό. Δηλαδή, δημοτικό. Ζούσε μια ήσυχη ζωή, «κανονική», πολύ ήσυχη. Όλα κυλούσαν ομαλά, σχεδόν βαρετά. Ώσπου μια μέρα, έβγαλε ένα τεράστιο εξόγκωμα στο σώμα του. Ήταν σε σημείο που φαινόταν, οπότε η αλλαγή ήταν μεγάλη. Ο γιατρός του χωριού, είπε ότι δεν θα φύγει ποτέ. Αλλά δεν πειράζει, δεν είναι κάτι κακό για την υγεία του και δεν θα ενοχλήσει ποτέ κανέναν.
Δεν ήταν άσχημο, αλλά περίεργο. Άλλοι άνθρωποι, σε έναν άλλον πλανήτη, αναγνώρισαν ότι το έχουν αρκετοί κι ότι δεν μπορεί να προκαλέσει κανένα πρόβλημα. Αντιλαμβάνονταν ότι, όπως κάποιοι έχουν σημάδια στο σώμα εκ γενετής, που δεν θεραπεύονται, έτσι ακριβώς ήταν κι αυτό το εξόγκωμα. Το μικρό παιδί όμως ζούσε σε ένα χωριό με ελάχιστους κατοίκους. Οι κάτοικοι αυτοί ούτε μορφωμένοι ήταν, ούτε είχαν γνώσεις που θα τους έκαναν να ανοίξουν το μυαλό τους και να καταλάβουν ότι το εξόγκωμα αυτό δεν ήταν κάτι κακό ή ντροπιαστικό. Το ίδιο και οι γονείς του. Αμόρφωτοι άνθρωποι που πίστευαν ότι έπρεπε να το αφαιρέσουν άμεσα.
Έτρεξαν σε γιατρούς, χειρούργους, ξακουστούς επιστήμονες σε μεγάλες πόλεις και ζήτησαν απεγνωσμένα να βγάλουν το εξόγκωμα με οποιαδήποτε είδους εγχείρηση. Όλοι οι γιατροί ανεξαιρέτως, τους είπαν ότι αυτό δεν γίνεται. Άλλοι ήθελαν να γελάσουν με την αφέλεια και την βλακεία των γονέων, άλλοι νευριάσανε με την δοκιμασία στην οποία υπέβαλλαν το παιδί τους με το ζόρι και οι πιο υπομονετικοί τους εξήγησαν. Δεν πειράζει να φαίνεται το εξόγκωμα αυτό. Δεν είναι άσχημο, δεν προκαλεί πρόβλημα στην υγεία του μικρού παιδιού και δεν βλάπτει κανέναν.
Η ζωή του μικρού παιδιού άλλαξε ριζικά. Τα παιδιά στο σχολείο άρχισαν να το κοροϊδεύουν κάθε μέρα, σε όλα τα διαλείμματα. Τον έβριζαν, γελούσαν μαζί του και δεν ήταν λίγες οι φορές που έτρωγε ξύλο για το «περίεργο» εξόγκωμά του. Δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα στην ησυχία του. Αυτός όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Μπορούσε, αλλά έπρεπε από κάπου να πάρει δύναμη για να υψώσει το ανάστημά του. Οι γονείς του που ήταν υπεύθυνοι να του δώσουν δύναμη, του έλεγαν να το κρύβει για να μην φαίνεται. Αλλά αυτό ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο. Ότι κι αν έκανε, δεν μπορούσε να το κρύψει με τίποτα. Και οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Στον δρόμο απ’ το σχολείο μέχρι το σπίτι, όταν έβλεπε συμμορίες παιδιών που ήξερε ότι θα τον κοροϊδέψουν, άλλαζε δρόμο. Πολλές φορές έκανε τον κύκλο του χωριού για να φτάσει στο σπίτι του. Στα διαλείμματα κρυβόταν, για να μην τον δουν και αρχίσουν να τον κοροϊδεύουν. Έτσι, δεν είχε φίλους, παρέες, ήταν σχεδόν αόρατος. Σε μια κλειστή κοινωνία όπου οι αμόρφωτοι γονείς δεν είναι ικανοί να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, τα ίδια παιδιά θεωρούσαν φυσιολογικό να κοροϊδεύουν οτιδήποτε δεν ήταν ολόιδιο με αυτούς.
Και τα χρόνια περνούσαν. Και το μικρό παιδί μεγάλωνε καλλιεργώντας στον εαυτό του μια ανασφάλεια και έναν τεράστιο θυμό για τους ανθρώπους, που όμοιός του δεν υπήρχε. Κάποτε ενηλικιώθηκε, έζησε μόνος του, μακριά από ανθρώπους που με την άγνοια και την μίζερη ζωούλα τους, κατέστρεψαν τα παιδικά του χρόνια. Μακριά, σε άλλη πόλη, γνώρισε ανθρώπους που αγάπησαν το εξόγκωμά του. Άλλους που δεν το έβλεπαν καν. Και άλλους που παρόλο που το έβλεπαν, πίστευαν ότι είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό, γιατί είχαν δει άπειρα ολόιδια σε άλλους ανθρώπους. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ το μικρό παιδί άνοιγε τα φτερά του και προσπαθούσε δειλά δειλά να κάνει τα πρώτα του βήματα στον αέρα.
Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Στην παιδική του ψυχή γράφτηκαν εκατομμύρια τραύματα και φρικιαστικά καθημερινά συναισθήματα. Και μπορεί ο λαός να μην είναι καθόλου σοφός, όταν όμως είπε ότι αυτό που γράφεται στην ψυχή ενός μικρού παιδιού μένει για πάντα γραμμένο, ήταν η μοναδική φορά που είχε δίκιο.
Μια μέρα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό του ότι βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με ένα μόνο μικρό παράθυρο. Το άνοιξε, και μπήκε τόσο πολύ φως μέσα που δυσκολευόταν να διακρίνει τις λέξεις που σχημάτιζαν οι ηλιαχτίδες στον τοίχο.
«Πάρε απ’ το χέρι το μικρό παιδί που έχεις μέσα σου. Αγάπησε το και βοήθησε το να μεγαλώσει. Μετά, φρόντισε το. Να το φροντίζεις κάθε μέρα, μην το αφήσεις ούτε στιγμή. Μόνο εσένα έχει στον κόσμο.»
Όταν ξύπνησε, έκλαψε αρκετή ώρα. Μέσα από τα δάκρυά του κυλούσαν όλα αυτά που είχε καταπιεσμένα στην παιδική του ψυχή τόσα χρόνια και επιτέλους έβγαιναν από μέσα του και έτρεχαν μακριά του. Μετά, έτρεξε στο παράθυρο, το άνοιξε και έμεινε να απολαμβάνει την ζεστασιά του ήλιου πάνω στο εξόγκωμα του.