Στο νερό να με αφήσεις, όταν έρθει εκείνη η ώρα. Ξέρει πως να αγκαλιάζει, να σε τυλίγει, να μην αφήνει σπιθαμή παραπονεμένη δίχως χάδι. Στην άβυσσο θα βρω εγώ σκοτάδι όταν βυθιστώ. Ως τότε επιπλέω στην επιφάνεια με τα νερά να λαμπυρίζουν κάτω από το φως ενός ήλιου Έλληνα. Κράτα με.
Με τα χέρια απλωμένα σαν τον εσταυρωμένο αλλά δίχως πόνο. Με την αίσθηση ελευθερίας που σου αφήνει η άνωση κι η δυνατότητα να αφήνεις τα πάντα να τα πάρει η θάλασσα. Ας τα ταξιδέψει μακριά, ας τα πνίξει, όσο σε νανουρίζει κουνώντας σε σαν καρυδότσουφλο. Δεν είσαι τίποτα, δεν σου ανήκεις, δεν παίρνεις αποφάσεις. Απλά επιπλέεις.
Διπλώνω τα χέρια μου κάτω από το κεφάλι σαν να είμαι απλά αραγμένη στον καναπέ σου. Μόνο που εδώ λευκό ταβάνι δεν έχει να κοιτάξω. Μονάχα το άπειρο. Τον ουρανό τον πνίγει το φως και τα μάτια μου καίνε από το αλάτι. Δύσκολο να τα κρατήσω ανοιχτά. Ο καλοκαιρινός ήλιος εδώ είναι εκτυφλωτικός και είναι τώρα καταμεσήμερο. Δε βαριέσαι. Θα τα κρατήσω σφαλιστά κι ας χώνεται ετούτος ενοχλητικά κάτω από τα βλέφαρα. Το νερό μέσα στα αυτιά μου σφυρίζει σαν κοχύλι τους ήχους των κυμάτων, του βυθού. Τα μαλλιά μου λικνίζονται σα μαύρα φύκια στο ρυθμό της. Θαλασσάκι μου, εγώ σε σένα ανήκω. Εδώ.
Αναπνοή βαθιά, ιώδιο, αλάτι και που και που – αν συγκεντρωθείς στους ήχους – θα ακούσεις φωνές από την παραλία. Ας κολυμπήσουμε λιγάκι πιο μακριά από την ακτή. Να είμαστε μόνο εγώ κι εσύ. Θέλω να βουτήξω μέσα σου να ανοίξω τα μάτια μου διάπλατα όσο το φως παιχνιδίζει με τα νερά κι οι αχτίδες γύρω μου χορεύουν. Κρατώ την ανάσα μου και έρχομαι πιο κοντά σου. Όσο βαθαίνεις τόσο οι σκιές μοιάζουν ομορφότερες.
Γεννήθηκα περίεργη.
Οι ανακαλύψεις ήταν πάντοτε ανάγκη και κάποιες φορές επιδίωξη. Να τα μάθω όλα, να τα δω όλα, με τα δικά μου μάτια. Να τα αγγίξω, να γνωρίσω την υφή κι όχι μόνο την όψη. Να θυμάται ο νους μου τους ήχους, τη χροιά της φωνής σου, την ρυθμική αναπνοή σου. Να γευτώ την αλμύρα στο κορμί σου.
Σου αρέσουν τα ναυάγια; Έλα να ανακαλύψουμε ακόμη ένα, το δικό μας. Με ένα κοπάδι ψάρια να μπαινοβγαίνει από τις τρύπες σε τούτο το μεταλικό κουφάρι. Καλυμμένο από άμμο, φύκια, πεταλίδες. Σκοτεινό και τόσο θελκτικό. Μάθε μου την ιστορία του. Δείξε μου. Μ’αρέσει όταν τα χέρια σου μιλούν.
Αναδύομαι αργά. Αν και κάποιες βουτιές στη ζωή δεν έχουν πλάνο και υπολογιστή. Πρέπει η λογική να σου φωνάξει πως ήρθε η ώρα για αποσυμπίεση. Οι καμπύλες με τρόμαζαν πάντα. Κάποιες φυσαλίδες μπορεί να σε στοιχειώνουν. Δεν έχει γοργόνες εδώ. Αλλά πάντα θα πιστεύω πως μπορεί να μην είναι μύθος.
Βαθιά στάση. Δε θα αργήσουμε. 1 λεπτάκι. Μην αγχώνεσαι. Έχουμε ακόμη αρκετό οξυγόνο.
Στάση ασφαλείας. Χαλάρωσε λιγάκι. Τώρα μπορούμε να παίξουμε με τις φυσαλίδες. Το νερό είναι πια ζεστό. Είμαστε ασφαλείς.
Η καρδιά μου δε χτυπά δυνατά σα να θέλει να σκίσει το στήθος. Δε χρειάζομαι θάλαμο αποσυμπίεσης. Δε θα σε κοιτάζω από το φινιστρίνι σαν εγκλωβισμένος, απομονωμένος εξωγήινος χωρίς έξοδο διαφυγής. Ο χρόνος ήταν πάντοτε πολύτιμος. Κι αυτό σημαίνει να τον ζεις, αργά και απολαυστικά. Να τα ζήσουμε όλα αλλά όχι βιαστικά.