Στα αυτιά μου βουΐζει η φωνή σου να μου λέει πως η ζωή είναι άσπρη και μαύρη, ούτε καν κάποια απόχρωση του γκρι. Η απολυταρχία σου και η ισχυρογνωμοσύνη σου, με κάνουν να φοβάμαι πως λάθος πίστευα τόσα χρόνια ρομαντικά κι αιθέρια πλασμένο τούτο τον κόσμο.
Ο χαρακτήρας μου εύπλαστος πηλός στα χέρια σου, ενώ γυρνάς με απίστευτη ταχύτητα τον τροχό.
Τι ξημερώνει αύριο, εσένα περιμένω να μου πεις, γιατί δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά τόσο μπερδεμένη. Αλλιώς ονειρευόμουν, αλλιώς φανταζόμουν, αλλιώς ως τώρα είχα δει τη ζωή. Έπαψα στα μάτια μου να πιστεύω, άρχισα να πιστεύω στα δικά σου. Κι αν είναι κάλπικα ποτέ δε νοιάστηκα να μάθω.
Μου λες η σκληρή πραγματικότητα πρέπει να με προσγειώσει και να μην πετάω στα σύννεφα, μα η προσγείωση ανώμαλη κι εγώ βαριά τραυματισμένη.
Απόλυτα φωνάζεις και μετράς τα λάθη μου. Ναι, έκανα πολλά, μα ακόμη μαθαίνω σαν παιδί. Άλλα τα επαναλαμβάνω, άλλα μου γίνανε διδάγματα. Μα εσύ περιμένεις μια τελειότητα που δεν μου ταιριάζει. Στο δρόμο της θα βαδίσω να βρω τον παράδεισο μα δεν γνωρίζω αν θα φτάσω ποτέ.
Παράδεισος μου λες δεν υπάρχει, την κόλαση όμως δεν την αποκλείεις.
Επιμένεις να με κρίνεις σκληρά σαν να είσαι ένας θεός δυνατός κι εγώ μονάχα μια αδύναμη κοινή θνητή.
Στο τίποτα της ύπαρξης με ρίχνεις ενώ εσύ ολοκληρωτικός και παντοδύναμος καυχιέσαι. Σε φοβάμαι, τρέμω.
Είχα θαυμάσει στην αρχή την ψυχρή λογική σου και την υπέρμετρη ψυχραιμία σου, την τόση δύναμή σου μα βλέπω τώρα μια σκληρότητα, οργή, ίσως και μίσος στην απύθμενη προσπάθεια να με κάνεις όμοιά σου. Νόμιζα πως είχες αγαπήσει τη διαφορετικότητά μου, μα βλέπω πως αγάπησες εκείνο που ήθελες να φτιάξεις. Tabula rasa ήμουν για σένα κι έγραψες πάνω μου με ανεξίτηλο μελάνι.
Ο ήχος της φωνής σου στα αυτιά μου βαρύς, υπόκωφος, πονάει.
Οι λέξεις με πνίγουν, θηλιά στο λαιμό, σαν βγαίνουν από τα χείλη σου μεθοδικά κι απόλυτα κυριαρχικές.
Δε με αναγνωρίζω πια. Άρχισα να φοβάμαι κι εμένα. Τώρα με φοβάσαι κι εσύ γιατί σου μοιάζω και πια δεν μπορείς να με αγαπήσεις…