Θυμάμαι σαν παιδί είχα κολλήσει κάτι ψεύτικες χρωματιστές πεταλούδες στον τοίχο του δωματίου μου, είχα στο βάζο του γραφείου μου ένα μπουκέτο πλαστικά λουλούδια και ζωγράφιζα ουράνια τόξα στα τετράδιά μου.
Κοίταζα από το παράθυρό μου τη βροχή και στα τζάμια οι σταγόνες έμοιαζαν δάκρυα που άφηναν σημάδια όταν στέγνωναν.
Ονειρευόμουν τις νύχτες όλα όσα βρίσκονταν έξω από το γυάλινο τοίχο που φτιάχτηκε γύρω μου για να με προστατεύει. Τίποτε δε μπορούσε να μ’ αγγίξει.
Δεν τον έφτιαξα εγώ τον τοίχο αλλά αν με ρωτήσεις τώρα πια δεν μπορώ να θυμηθώ αν τον έφτιαξε κάποιος άλλος.
Απλώς υπήρχε
Για το καλό μου…
Μέσα στον κόσμο μου ήμουν μόνη αλλά δε μ’ ένοιαζε
Τον γέμισα με χρώματα από τις ζωγραφιές μου, με μουσική που ξεχυνόταν από τα πλήκτρα ενός πιάνο, με ιδέες από τα βιβλία που μου κρατούσαν συντροφιά, με ελπίδα κι αγάπη.
Και σου έγραφα κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, για να μοιραστώ μαζί σου τις στιγμές. Ένα παρόν που μόλις έφτανε το μέλλον γινόταν παρελθόν.
Έφτιαξα λευκώματα με φωτογραφίες για να κρατήσω ζωντανές κι ανεξίτηλες τις αναμνήσεις κι όταν έρθει η ώρα να φτάσουν στα δικά σου χέρια για να με γνωρίσεις, να με μάθεις, να με ζήσεις.
Κάθε φωτογραφία τόσο ζωντανή, κεφάτη, χαρωπή. Φορώ πάντα ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη μου. Το πιο όμορφο κι αγαπημένο μου. Το κεφάλι μου γέρνει λίγο στο πλάι. Τα μάτια μου τόσο ζωντανά. Θαρρείς θα σου μιλήσω.
Αυτό θα κάνω. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα γράμματά μου. Μέσα από τη μουσική που έγραψα για σένα.
Γέμισέ την ψυχή σου φως.
Δεν περιμένω τίποτα άλλο. Δεν ζητώ τίποτα.
Ένα μόνο θα πω.
Μη χτίσεις τοίχους και φυλακές, ούτε για σένα, ούτε για κανέναν άλλο.
Ζήσε ελεύθερο, παιδί μου.