Θυμάμαι, κάποτε, σε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία πρωταγωνιστούσε, ουσιαστικά, μια κάλπικη λίρα. Παρακολουθούσες με το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας, τις ιστορίες των κατόχων της. Άλλαζε χέρια και ιδιοκτήτες συνεχώς, αφού δεν είχε καμιά απολύτως αξία. Κανείς δεν την ήθελε.
Πλαστό νόμισμα.
Κάπως έτσι είσαι κι εσύ. Ούτε καν κάλπικη λίρα. Μια κάλπικη δεκάρα με τρύπα στη μέση. Φτιαγμένη από ένα ελαφρύ κράμα. Το τίποτα.
Είχα μια τάση να εξιδανικεύω τους ανθρώπους γιατί νόμιζα πως σκέφτονταν αγνά σαν εμένα. Είχα κάποτε μια αθωότητα που την άφησα έρμαιο στα χέρια σου, να την καταστρέψεις, στο όνομα του έρωτα. Τούτη η αθωότητα νόμιζα τότε, πως μπορούσε να δικαιολογήσει τα λάθη, κάποιες φορές ίσως και τα ψέματα, είτε δικά μου είτε δικά σου. Κείνη την αθωότητα την νοσταλγώ πού και πού. Ύστερα σκέφτομαι πόσο άλλαξα, ή καλύτερα πόσο με άλλαξες…
Είχε πει, νομίζω, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, “Κάλλιο ψεύδος σωτήριο, παρά αλήθεια βλάπτουσα.”. Μα τι γίνεται όταν είσαι ολόκληρος ένα ψέμα;
Σε αυτή την περίπτωση είσαι μια κάλπικη δεκάρα. Μια δεκάρα που αλλάζει χέρια αέναα. Κανείς δεν θα την αγαπήσει ποτέ. Κανείς δεν την θέλει πραγματικά. Αν τυχόν ήταν αληθινή, θα ήταν η αξία της μηδαμινή. Τώρα ούτε αυτή η μηδενική αξία δεν μπορεί να τη σώσει.
Την κρατώ στα χέρια μου, ψάχνοντας τρόπους να την ξεφορτωθώ. Με θυμώνει αυτός που μου τη φόρτωσε. Κάτι είχα αγοράσει και πήρα πίσω ρέστα. Ούτε στο τζόγο δεν αξίζει να τα παίξω αυτά τα ρέστα. Σκέφτομαι, απλά να την πετάξω. Άλλωστε δεν θα άξιζε και πολλά έτσι κι αλλιώς. Μια τρύπια δεκάρα, καταφρονεμένη, ίσως για κάποιον φτωχό να ήταν σημαντική. Μια κάλπικη είναι απλά τιποτένια.
Σαν εσένα. Που περνάς από χέρι σε χέρι. Δίχως συναίσθημα. Αναλώνεσαι. Δηλώνεις απερίφραστα πως ανήκεις κάπου, μα ψεύδεσαι. Ούτε να σε αποκαλύψω δεν αξίζει. Κανείς δε θα σ’ αγαπήσει ποτέ αν σε μάθει, αν σε ανακαλύψει. Κρύβεσαι πίσω από μια οικεία εμφάνιση. Μοιάζεις καινούριος και καλογυαλισμένος. Μα το υλικό που φτιάχτηκες, ανάξιο λόγου. Περιεχόμενο ανύπαρκτο.
Σε ξέρω πια… σαν κάλπικη δεκάρα. Σου μέτρησα και σου ακούμπησα ακόμα και τη δεκάρα και ξεχρεώσαμε. Τώρα πια δε δίνω δεκάρα τσακιστή για σκάρτο εμπόρευμα.