Την είπανε καραντίνα τη μοναξιά. Εκείνη τη μοναξιά που εγώ την είχα συνηθίσει. Την είχα συνηθίσει από παιδί και την αγαπούσα χωμένη στα βιβλία μου. Μέσα στη μοναξιά μαθαίνεις τον εαυτό σου, τον σέβεσαι. Παύεις να τον φοβάσαι και τον αγαπάς. Βλέπεις τα όριά του. Τα ξεπερνάς. Τον κάνεις καλύτερο. Κάνεις απολογισμούς. Μαθαίνεις, εκπαιδεύεσαι. Στην καραντίνα τα ελαττώματά σου γίνονται θεριά κι εσύ πρέπει να τα παλέψεις. Τα πάθη μοιάζουν βουνά και πρέπει να τα ανέβεις.
Καραντίνα τη βαφτίσανε τώρα τη μοναξιά.
Τώρα που είσαι αναγκασμένος να μείνεις με τον εαυτό σου σε ένα χώρο κλειδωμένος. Ω ναι! Θα μου πεις υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα, κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές. Μα πάλι ο χρόνος σου δε γεμίζει. Κι είσαι αναγκασμένος να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου, τις σκέψεις σου, τις αναμνήσεις σου. Μένεις μόνος με τα λάθη και τα σωστά, με τα πάθη και τα όνειρα. Έρχονται κι εκείνα τα φαντάσματα που τα λένε τύψεις. Τώρα, πριν κάνεις προϋπολογισμό για τα μελλούμενα, υποχρεώνεσαι να κάνεις επανάληψη κι απολογισμό στο παρελθόν, θες δε θες.
Κάτι βροχερές και κρύες νύχτες σαν κι αυτήν, τη λένε καραντίνα τη μοναξιά.
Τη μοναξιά τη δική μου και τη δική σου. Εκείνη τη μοναξιά που μου επιτρέπει να σε θυμάμαι. Μια μοναξιά στο μπαλκόνι που μ’ αφήνει να σε σκέφτομαι. Κάποια βράδια που οι σταγόνες της βροχής ξεκουράζονται στα φύλλα των δέντρων κι ο καπνός του τσιγάρου μου ξεφεύγει από τα ανοίγματα ανάμεσα στις τέντες. Σα συννεφάκι τούτος ο καπνός πετά προς το άπειρο, να συναντήσει κείνα τα σύννεφα τα μεγάλα που φέρνουν τη βροχή, να γίνουν ένα.
Ανακατεύεται με τον καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες των τζακιών τριγύρω και δε μοιάζει πια αιθέριος αλλά τερατώδης. Με φόντο ένα κατακόκκινο ουρανό που δε σ’αφήνει μήτε φεγγάρι να γνωρίσεις, μήτε αστέρια. Μονάχα τα φώτα του δρόμου φέγγουν αχνά ίσα για να σ’ αφήσουν να με δεις να κρύβομαι στο μπαλκόνι.
Μέσα σε αυτό τον καπνό καίω τα μάτια σου. Ξεθωριασμένα να χαθούν. Εκείνο το ξεβαμμένο γαλάζιο που θύμιζε θάλασσα κι ουρανό σαν πίνακας πολυκαιρισμένος που ξέφτισε το χρώμα.
Την είπανε καραντίνα τη μοναξιά. Τη δική σου μοναξιά και τη δική μου.
Δε σε σκέφτομαι συχνά, έπαψα να σε θυμάμαι σε βάση τακτική. Έπαψα να γεμίζω τις στιγμές μου με τη μορφή σου και τη σιωπή με τη φωνή σου. Ξεθώριασες κι εσύ σαν τον καπνό του τσιγάρου που χάνεται στη διαδρομή του στο άγνωστο. Ίσως να’ γινες ένα με τα σύννεφα. Μονάχα κάτι βροχερές και κρύες νύχτες σαν αυτή με στοιχειώνουν τα μάτια σου τα πολυκαιρισμένα, σημάδι για τα τόσα μου λάθη.
Μετανιώνω. Δεν είναι πως δε σ αγάπησα. Είναι πως στη μοναξιά μου και στην καραντίνα μου εγώ είχα μάθει να είμαι ευτυχισμένη. Στην κανονικότητα, ήξερα να χαμογελώ αινιγματικά σα σφίγγα. Μα όταν σε γνώρισα, νόμισα πως άξαφνα η σιωπή απέκτησε φωνή. Έκανα λάθος και τα λάθη πρέπει να τα σβήνεις, να τα διαγράφεις. Άλλος τα σβήνει περνώντας κόκκινες γραμμές. Κι άλλος στα χέρια κρατά γομολάστιχα που αφήνει όμως σημάδια στο χαρτί. Εγώ περνώ λευκή μπογιά και γίνεται πάλι άγραφος χάρτης το βιβλίο της ζωής. Σα να μην υπήρχες, σα να μη σε γνώρισα ποτέ μου. Εκτός από αυτά τα μάτια που αρνούνται πεισματικά να με εγκαταλείψουν. Ακόμα τα κουβαλάω.
Δεν έχω χρόνο να σου μιλήσω. Μα κι αν είχα πάλι δε θα μπορούσα να στα πω όλα. Έχω χρόνο μονάχα να σου γράψω. Άλλλωστε, τα γραπτά μένουν ενώ τα λόγια πετούν κι είχα τόσα πολλά να σου πω αλλά δεν έχω πια φωνή.
– Καραντίνα τη λένε τη μοναξιά και την έχω πια συνηθίσει.
– Εσύ;