Κατεδαφιστέο

Προσεχώς κατεδαφίζεται. Εκείνο το μοναδικό ντουβάρι που είχε μείνει να θυμίζει την ελαφρότητα μιας εποχής που μύριζε άνοιξη. Μια γλάστρα βασιλικού στο παράθυρο της κουζίνας και το φως αχνό γιατί στο ισόγειο δεν μας έβλεπε ο ήλιος. Περιτριγυρισμένοι από το μαντρότοιχο της πολυκατοικίας στον ακάλυπτο. Με θέα δυο τρία λουλουδάκια και την υγρασία στον τοίχο.

“Κατεδαφίζεται” γράφει η ταμπέλα, χειρόγραφα με λίγη μπογιά που ξεφτίζει. Φαίνεται τούτη η ταμπέλα επιτέλεσε το έργο της και σε άλλα ερείπια πιο πριν. Προσεχώς… Μείναμε στο προσεχώς. Μείναμε σε εκέινο το προλαβαίνουμε. Θα το κάνουμε λίγο αργότερα. Έχουμε χρόνο. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή. Αύριο, μετά, από Δευτέρα, του χρόνου. Τότε που θα είναι οι συνθήκες κατάλληλες. Τότε, κάποτε, έπειτα.

Και καταλήγουμε στο ποτέ. Γιατί χάσαμε το τώρα. Στο παρόν να ζεις, όχι στα όνειρα. Εκείνα να τα κάνεις με τα μάτια ορθάνοιχτα. Να μου ανάβεις το φως της κουζίνας όταν καπνίζω κάτω από τον απορροφητήρα. Να μου γελάς με μια κούπα καφέ μπροστά στο παράθυρο κι ας μη μπαίνει φως, κι ας έχει δύσει ο ήλιος. Αυτό ήθελα. Ο βασιλικός συνεχίζει να ευωδιάζει και το βράδυ.

Πότε τα μάζεψα κι έφυγα ούτε κατάλαβα.

Γιατί στο λίγο δεν είχα μάθει να ζω. Και δε με πείραζε το σκοτάδι αλλά με ενοχλούσε η επιμονή σου να περιμένεις. Ήθελα φως. Μια βαλίτσα ρούχα και τη γλάστρα με το βασιλικό. Αυτά μου φτάνουν εμένα. Την κούπα στην άφησα να πίνεις τον καφέ σου στην υγειά μου. Χαλάλι σου.

Ήθελα πάθος. Ήθελα να τρελαίνεσαι. Δεν αντέχω τις μετριότητες. Ήθελα το πρωί να ανοίγεις τα μάτια σου μόνο για να με κοιτάξεις. Να μοσχοβολάει φρέσκος καφές και να ανακατεύεται με τον καπνό του τσιγάρου σου. Να με φιλάς και να ξεχνάω το όνομά μου. Να μπλέκονται τα δάχτυλά μας και να ασπρίζουν οι κόμποι από το σφίξιμο την ώρα που γινόμαστε ένα. Κάθε γωνιά του σπιτιού να μυρίζει έρωτα.

Και τελικά κατεδαφίζεται. Προσεχώς. Κι ακόμα είσαι εκεί. Να περιμένεις. Μέχρι να σε ξεσπιτώσει η ζωή, να σου κάνει έξωση γιατί η πολυκατοικία πάλιωσε και είναι κατεδαφιστέα. Ως και τα ντουβάρια θα αλλάξουν. Θα γκρεμιστούν όλα και στη θέση τους θα φυτρώσουν καινούρια. Κι εκείνα τα λουλουδάκια κολλημένα στο μαντρότοιχο σχεδόν δίχως φως ξεράθηκαν. Είπες θα τα ποτίσεις και πέρασε ένα αύριο κι ύστερα άλλο ένα κι έπειτα ακόμα ένα. Κι ήρθε το σήμερα.

-Κι εσύ εδώ;

-Περνούσα απλά.

-Να σε κεράσω ένα καφέ.

-Δεν πίνω πια μέτριο καφέ.

-Κάποια άλλη μέρα.

-Ίσως προσεχώς.

Κι ο ήχος της μπουλντόζας θα μου θυμίζει ότι δε θα ξαναβρεθούμε δίπλα σε μια ανάμνηση κατεδαφιστέα.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση