Θυμάμαι εγώ πως σ’ ερωτεύτηκα κι ας μη σου το’ χω πει ποτέ.
Δεν παραδέχτηκα σε κανέναν αυτό τον έρωτα, για να μη μου τον μολύνουν, μην τον αγγίξουν με βρώμικα λόγια και πρόστυχες σκέψεις. Τούτος ο έρωτας είναι ό, τι πιο αγνό μου απέμεινε. Γι’ αυτό δεν τον χαλάλισα ακόμα σε ένα κρεβάτι. Πώς να ξοδέψεις τέτοιο συναίσθημα;
Είμαι του πλατωνικού έρωτος, αγαπημένε Πυγμαλίωνα.
Όλοι υποθέτουν. Ρωτάνε πώς και δεν είμαστε μαζί. Αν κάποτε συνέβη οτιδήποτε αναμετάξυ μας, αν κρυφά αγαπηθήκαμε τους μέλει και τους κόφτει. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Κουτσομπόληδες. Κρύβονται πίσω από τη μάσκα του αγνού ενδιαφέροντος. Και φυσικά έχοντας εκείνη την εντύπωση πως φτιάχτηκα για να ζωντανεψω τα δικά τους όνειρα με πιέζουν να ενδώσω.
Εγώ θέλησα να δεις στη δύναμή μου την απόλυτη ανάγκη μου να είμαι ανήμπορη, αδύναμη. Να με προστατέψεις από τον κόσμο κι από μένα την ίδια. Μόνο έσυ που με ξέρεις. Να μπορείς καθώς κλείνω τα μάτια να αναγνωρίζεις την αναγκη μου να εναποθέσω τη δυναμική μου φύση και να γίνω παιδί. Να μην είμαι μάνα, να μην είμαι εργάτρια στη φάμπρικα της ζωής. Να μην είμαι γυναίκα μοιραία.
Θέλησα να σε αφήσω να με διδάξεις. Να γνωρίσω τον κόσμο μέσα από τα δικά σου μάτια. Μα να αφήσω τη ματιά μου να πλανιέται στον ουρανό που κράτησα για μένα.
Όλοι επιμένουν να μου λένε πως πρέπει να πατώ γερά τα πόδια μου στη γη.
Εγώ όμως δε θέλω να γειωθώ μαζί σου σε μια σχέση. Θέλω να κολλήσω στην πλάτη μου ένα ζευγάρι φτερά. Αν θέλεις πέτα μαζί μου. Αν όχι δεν πειράζει. Μα μη με δένεις με ένα σπάγκο και μοιάζω με χαρταετό ή ακόμα χειρότερα με χρυσόμυγα.
Στα κρυφά θέλω να σ’ αγαπήσω. Να μείνεις μυστικός κι ονειρεμένος, μοναδικός. Άφθαρτος. Να μη χαθείς μέσα στη ρουτίνα και την καθημερινότητα.
Ανομολόγητος. Να είσαι εκεί όταν βασανίζομαι σε μίζερες σκέψεις. Να με κοιτάζεις αγέρωχος στη φαντασία μου και να μοιάζεις καταφύγιο στα αν.
Η υπεροχή της τελειότητας ενός έρωτα κρύβεται πάντα στη δυνατότητα να μένει ανεκπλήρωτος. Αυτή είναι η θέωσή του. Όταν πια τον γνωρίσεις καλά, όταν τον ζήσεις, μετουσιώνεται και γίνεται θνητός.