Ο παππούς

Το βράδυ στο μπαλκόνι ή την ταράτσα ο παππούς θα σου μάθει τους αστερισμούς. Το’ ξερες εσύ πως ίσως τ’ αστέρια που βλέπεις να μην υπάρχουν πια; Κάποια είναι τόσο μακριά που ακόμη κι αν έσβησαν ήδη, ίσως εσύ να μην το μάθεις ποτέ όσο ζεις. Ακούγεται πικρό κι όμως τόσο αληθινό.

Άλλα βράδια η ρομαντική φύση του παππού θα σου πει πως τ’ αστέρια είναι λυχναράκια που φιλοξενούν τις ψυχές των ανθρώπων που φεύγουν. Μένουν να φεγγίζουν τα βράδια για να μη νιώθεις μόνος. Κάποιος σε προσέχει. Κάποιον ονειρεύεσαι πως σε κοιτάζει. Ξέρει πως κάποια στιγμή – ίσως και σύντομα – θα φύγει. Παρηγοριέται με τη σκέψη πως θα γίνει το δικό σου αστέρι.

Τα πρωινά πίνει τον καφέ του βαρύ γλυκό. Έτσι θα τον πίνεις κι εσύ όταν μεγαλώσεις. Ελληνικό με μπόλικες φουσκάλες. Μερακλίδικο. Κοιτάζει τα σύννεφα, σε φωνάζει να του κάνεις συντροφιά και σου παραγγέλνει βανίλια υποβρύχιο. Σου μαθαίνει ν’ ακονίζεις τη φαντασία σου. Κοίτα τα σύννεφα κι ονειρέψου. Περιέγραψε τις μορφές που σχηματίζουν.

Δες πόσο αβίαστα κυλά ο χρόνος…

Μια λατέρνα θα διακόψει ξαφνικά την όρεξη του παππού να σε διδάξει κι ύστερα θα αποφασίσει να ταξιδέψει στις αναμνήσεις ενός βαλς – του πρώτου που χόρεψε με τη γιαγιά – όσο εσύ θα ψάχνεις τρόπο να ολοκληρώσεις τη μαστίχα σου και να φύγεις στα κλεφτά για παιχνίδι πριν καταφτάσουν οι φίλοι του παππού κι αρχίσουν με τσιμπήματα στα μάγουλά σου να σχολιάζουν πόσο γρήγορα μεγαλώνεις και ν’ αναστενάζουν για το πόσο τους λείπουν τα εγγόνια τους που δεν έρχονται τακτικά από την πόλη.

Θα έρθει μια μέρα που θα αναπολείς αυτές τις στιγμές αλλά είσαι πολύ μικρός ακόμα για να το καταλάβεις. Κι εκείνοι είναι πια πολύ μεγάλοι για να θυμώνουν ή να παρεξηγούν.

Μην ξεχάσεις να τον αγκαλιάσεις πριν φύγεις. Η δική του ελπίδα είναι ένα χαμόγελό σου κάθε φορά που σε κοιτά να μεγαλώνεις. Του μοιάζεις λένε μα εκείνος επιμένει πως είσαι μια βελτιωμένη εκδοχή. Τα μικράτα τους ήταν δύσκολα μα τα δικά σου θα σου δώσουνε την επιλογή να εξελιχθείς, να ονειρευτείς κι ίσως να δεις τα άστρα από κοντά.

Και τώρα τρέξε. Είσαι ελεύθερος να βρεις τη συντροφιά της αταξίας. Να κάνεις καμιά μικρή παγαποντιά κι ύστερα να κρυφτείς πίσω από τον παππού για να σωθείς από το θυμό της μάνας σου…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση