Δε θέλω να ερωτευτώ την πρόσκαιρη υπεροχή σου. Ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός της ποτέ. Τελειότητα μπορεί να λογίζεται μονάχα ο δρόμος προς τον παράδεισο. Ένα μικρό κακοτράχαλο μονοπάτι, με κάτι βάτους, που σου άφησαν σημάδι. Εγώ αυτά τα σημάδια θέλω να τα δω και να τα φιλήσω. Ένα ένα προσεκτικά.
Θέλω να σε παρατηρώ να εξελίσσεσαι καθώς ελίσσεσαι στα χέρια μου. Δε με ενδιαφέρει να σε θαυμάσω, να σε ζηλέψω, να σε κολακέψω ή να σε επιδεικνύω. Μα μήτε έχω ανάγκη να σε πλάσω. Είναι κάπως κουραστικό. Δε βρίσκεις;
Έτσι όπως είσαι σε γουστάρω.
Χωρίς τίποτα. Γυμνό. Χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, χωρίς κάτι εξεζητημένο. Δεν θέλω να καυχηθώ για ένα απόκτημα, για μια επιτυχία. Θέλω να γίνω κομμάτι σου. Μια μικρή διαταραχή της καθημερινότητάς σου. Μια ανωμαλία στη ρουτίνα. Μια έκπληξη.
Μ’ αρέσουν οι εκπλήξεις. Μεγαλώνω μα μένω παιδί. Και τα παιχνίδια μου αρέσουν, αλλά εσύ δεν είσαι παιχνίδι. Μοιάζεις βέβαια με παιδική χαρά. Από αυτές που θέλω να ανακαλύψω κάθε γωνιά τους, αχόρταγα. Θέλω κάθε ανακάλυψη να την ποθήσω αβάσταχτα, σχεδόν να κόβεται η ανάσα μου. Μέτριο πίνω πια μονάχα τον καφέ μου κι όλα τα άλλα στα άκρα.
Δε θέλω να ερωτευτώ την προσωρινή ελαφρότητα του γέλιου σου. Κι ύστερα να λείπω όταν παλεύεις να αδειάσεις το νου σου. Θέλω να κρύβεσαι στο στήθος μου τις νύχτες, σα μωρό. Θέλω εκείνο το χαμόγελο το αβίαστο, το αληθινό, που δεν το βρίσκει η λήθη.
Δε θέλω να ερωτευτώ την περαστική σου ανάγκη για επιθυμία. Έχω ένα πάθος μέσα μου, άσβεστο, που καίει τον κόσμο. Μια ανάσα σου στο λαιμό μου φτάνει να το φουντώσει. Θέλω εκείνη την λαχτάρα ενός αιώνιου έφηβου και την αμηχανία ενός πρώτου αγγίγματος. Στο χάδι μου να αναρριγάς. Αυτό θέλω. Τα μάτια σου να σβήνουν καθώς αφήνεσαι εξαντλημένος πάνω στο κορμί μου.
Δε φοβάμαι το παρελθόν σου. Δε με νοιάζει το πριν. Τ’ αρωμά μου δε μυρίζει το ίδιο πάνω σε άλλο κορμί, ούτε όταν μπλέκεται με το δικό σου. Σα θάλασσα σε τυλίγει.
Είμαι το παρόν σου. “Πρόσκαιρο.”, θα μου πεις. Δεν υποσχέθηκα κάτι διαφορετικό. Αλλά μην ξεχνάς… ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.