Χτες βράδυ,
Έτρεχα μέσα σε λιβάδια με ολόχρυσα, γιγάντια στάρια.
Τόσο ψηλά που δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο.
Ούτε καν τον ουρανό.
Δεν ήξερα που ήμουν, ούτε που πήγαινα,
Αλλά δεν ένιωθα χαμένη.
Γύρω μου δεν ήταν κανείς, αλλά δεν ένιωθα μόνη.
Τρέχοντας βρέθηκα σε ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια.
Σκέφτηκα να σταματήσω να τους μιλήσω.
Κανένα δε μου απάντησε.
Στέκονταν βουβά και κοίταζαν μακριά από’ μένα,
Έναν καυτό ολόφωτο ήλιο.
Υπνωτισμένα…
Σαν να ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που’ χε αξία,
Το σημαντικότερο.
Βαρέθηκα κι έφυγα για να βρεθώ σε ένα χωράφι με κατακόκκινες φράουλες,
Τόσο μεγάλες και ζηλευτές.
Σκέφτηκα, θυμάμαι, πόσο γλυκιές θα’ πρεπε να’ ναι…
Μα τότε ήρθε στο νου μου εκείνο το λαμπερό κατακόκκινο μήλο,
Που δάγκωσε η Χιονάτη στο παραμύθι.
Και τρόμαξα.
Τότε ένιωσα ένα χάδι στα μαλλιά μου, το δικό σου χάδι.
Και μια φωνή να ψιθυρίζει γλυκά στ’ αυτί μου, τη δική σου φωνή.
«Όνειρο ήταν…».
Έτρεχα μέσα σε λιβάδια με ολόχρυσα, γιγάντια στάρια.
Τόσο ψηλά που δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο.
Ούτε καν τον ουρανό.
Δεν ήξερα που ήμουν, ούτε που πήγαινα,
Αλλά δεν ένιωθα χαμένη.
Γύρω μου δεν ήταν κανείς, αλλά δεν ένιωθα μόνη.
Τρέχοντας βρέθηκα σε ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια.
Σκέφτηκα να σταματήσω να τους μιλήσω.
Κανένα δε μου απάντησε.
Στέκονταν βουβά και κοίταζαν μακριά από’ μένα,
Έναν καυτό ολόφωτο ήλιο.
Υπνωτισμένα…
Σαν να ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που’ χε αξία,
Το σημαντικότερο.
Βαρέθηκα κι έφυγα για να βρεθώ σε ένα χωράφι με κατακόκκινες φράουλες,
Τόσο μεγάλες και ζηλευτές.
Σκέφτηκα, θυμάμαι, πόσο γλυκιές θα’ πρεπε να’ ναι…
Μα τότε ήρθε στο νου μου εκείνο το λαμπερό κατακόκκινο μήλο,
Που δάγκωσε η Χιονάτη στο παραμύθι.
Και τρόμαξα.
Τότε ένιωσα ένα χάδι στα μαλλιά μου, το δικό σου χάδι.
Και μια φωνή να ψιθυρίζει γλυκά στ’ αυτί μου, τη δική σου φωνή.
«Όνειρο ήταν…».