Θέλω να βρέχει και να μη σταματήσει ποτέ. Να ακούγεται το νερό να μαστιγώνει τις παλιές, πράσινες, μεταλλικές τέντες της πολυκατοικίας, με τα ξεφτισμένα κρόσσια. Να σβήνουν όλοι οι υπόλοιποι ήχοι της πόλης με το θόρυβο της βροχής. Να φωτίζεται ο ορίζοντας από τις αστραπές και να σκέφτομαι πόσο θέλω να σε φωτογραφίσω γυμνό στο κρεββάτι και να σε αποτυπώσω σε ασπρόμαυρες αναμνήσεις. Θέλω να με κρατάς στην αγκαλιά σου, καθισμένος στο κρεββάτι, με τα μπράτσα σου τυλιγμένα γύρω από το λαιμό μου, να μυρίζεις τα μαλλιά μου και να απολαμβάνω την ανάσα σου, χωμένη μπροστά σου, σαν να κουμπώνω στην καμπύλη του κορμιού σου, σαν κομμάτι από παζλ να ταιριάζω. Θέλω ένα τασάκι δίπλα γεμάτο αποτσίγαρα κι ένα δυο αναμμένα τσιγάρα να καπνίζουν και το δωμάτιο να μοιάζει συννεφιασμένο. Δυο ποτήρια ουίσκι και το μπουκάλι στο κομοδίνο δίπλα σου. Τα σκεπάσματα ανάστατα να θυμίζουν έρωτα. Θέλω να κοιτάζω τη βροχή και τη συννεφιά και να μιλάμε. Να σε ακούω να μιλάς ώρες ολόκληρες, να σιγοψιθυρίζεις στ’ αυτιά μου. Δε θέλω γλυκόλογα. Θέλω να μου μιλάς σοβαρά και να μου χαμογελάς. Το ακούω το χαμόγελο στη φωνή σου, όταν δε βλέπω τα μάτια σου. Θέλω να μου αναλύεις θεωρίες, να μου φιλοσοφείς, θέλω να ακούω τη φωνή σου, να γαληνεύει τη φουρτούνα που έχω στο στήθος, την τρικυμία στο μυαλό. Στο άγγιγμά σου γίνομαι πάνθηρας σε εγρήγορση, μα στη φωνή σου μικρό γατί που ψάχνει χάδι.
Να μη με βλέπεις σαν πορσελάνινη κούκλα, να μη με νιώθεις σα φοβισμένο παιδί. Δε σπάω μήτε ψάχνω προστάτη. Έχω αντέξει ως τώρα, θα αντέξω κι άλλο. Γυναίκα είμαι. Έτσι να με δεις. Κι όταν με κρατάς στα χέρια σου να μου φερθείς όπως σ’ αρέσει. Πώς αλλιώς θα σε μάθω;
Αφήνω στο φως τα σημάδια μου, δε ντρέπομαι, δε φοβάμαι, δες με, νιώσε με, αγάπησέ με, αν τολμάς. Κι αν δεν τολμάς, θα τολμήσω εγώ. Κι ας μοιάζω δειλή.
Δε θέλω να γιατρέψεις τις πληγές μου, αν θες μπορείς να μου ανοίξεις κι άλλες. Να σε ζήσω θέλω. Όχι να βγω αλώβητη από τούτο το δωμάτιο. Εσένα θέλω, με τα νεύρα σου, την κούρασή σου, τη θλίψη στο βλέμμα σου, την ανησυχία και το άγχος της μέρας, το χαμόγελό σου, όταν λες, πως μοιάζουμε τόσο διαφορετικοί κόσμοι κι όμως τόσο ίδιοι, το φως στα μάτια σου, όταν ενθουσιάζεσαι. Όλα τα θέλω. Χωρίς εκπτώσεις. Δεν κάνω πίσω. Είναι δικά μου. Είσαι δικός μου. Μ’αρέσει να μου ανήκεις. Το έχω από παιδί. Θέλω τη γλύκα που έχει αυτό το “μου”. Γίνεται αυτόματα οικείο, μοναδικό, αγαπημένο.
Η μουσική που αγαπώ θυμίζει λίγο σκοτάδι,θυμίζει λίγο εσένα. Κιθάρες, τύμπανα, εκκλησιαστικά όργανα, βιολιά. Λίγη αθωότητα, λίγη μελαγχολία, πάθος και ένταση, μα πάντα σκοτάδι. Χωρίς μυστήριο. Μονάχα σκοτάδι. Δυνάμωσε λίγο τη φωνή. Αυτό το τραγούδι σου πάει.
Κράτα με λίγο ακόμα. Ώσπου να τελειώσει το ποτό κι ύστερα φύγε αν θέλεις κι αν μπορείς. Θα γείρω εδώ να κοιμηθώ, μυρίζοντας το άρωμά σου. Αν μείνεις απλώς κράτα με και αν ξυπνήσεις πρώτος το πρωί, πίνω τον καφέ μου γλυκό. Να ξέρεις.