Παρασκευή βράδυ.
Δρομολόγια, εκδοτήρια, εισιτήρια, οθόνες, αίθουσες αναμονής, βαλίτσες, τσάντες.
Άγχος για να προλάβω,
Απίστευτη χαρά να σε δω.
Ανυπομονησία.
Φως στα μάτια μου.
Ένα τρένο να τρέχει σε ράγες σκουριασμένες, πολυκαιρισμένες, να με ζαλίζει, καθώς σου γράφω και ταλαντεύεται, επιταχύνει.
Να φτάσω, Θεέ μου… κοντά σου, μαζί σου.
Νύχτες ατέλειωτες, σκοτάδι πηχτό, στο πουθενά, καθώς κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο, παλεύοντας να ξεχωρίσω πού βρίσκομαι, να υπολογίσω το χρόνο που απομένει. Και είμαι απαίσια σε υπολογισμούς και μαθηματικά. Με μια καρδιά να φτερουγίζει κι εκείνες τις ρημαδιασμένες πεταλούδες στο στομάχι. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως φώλιασαν εκεί. Μάλλον με εκείνη τη βαθιά ανάσα την πρώτη φορά που σε είδα.
Μονάχα, καθώς κινούμαστε παράλληλα στον αυτοκινητόδρομο, φέγγουν αχνά μέσα στην ομίχλη, τα φώτα του δρόμου, κίτρινα και θαμπά. Τα αυτοκίνητα μοιάζουν σταματημένα, όπως τ’αφήνουμε πίσω. Ο χρόνος μοιάζει να μην κινείται μακριά σου.
Είναι η διαδρομή τόσο γνωστή πια, τόσο οικεία. Οι σήραγγες, το τρίξιμο, οι παραστάσεις, οι στάσεις, η φωνή του ελεγκτή στα μεγάφωνα, το τρύπημα του εισητηρίου, τα πρόσωπα τα γνώριμα, στο ίδιο ταξίδι, κάθε φορά σα ραντεβού.
Ρίχνω μια ματιά τριγύρω, στα αποροφημένα πρόσωπα, στις κουρασμένες κινήσεις. Όλοι ένα σπίτι ψάχνουμε. Αυτός είναι ο προορισμός. Εκείνοι απλά ψάχνουν κάπου να επιστρέψουν, εγώ εσένα. Για όλα εσύ. Προορισμός εσύ. Σπίτι εσύ. Όπου κι αν είσαι.
Ψιλοβρέχει νομίζω. Θα με περιμένεις στο σταθμό. Μ’ ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά και μια ανοιχτή ομπρέλα.
Είσαι το πρώτο μου φιλί, κάθε φορά.
Και πάλι πίσω την Κυριακή το βράδυ. Όλα ανάποδα σ’ αυτό το δρομολόγιο. Δίχως το φως στα μάτια μου, δίχως το όνειρο του Σαββατοκύριακου, δίχως χαμόγελο, μονάχα αναμνήσεις, θυμός και προσμονή.
Πώς θα περάσει και τούτη η εβδομάδα; Ωσπού να έρθει Παρασκευή, να νιώσω πάλι πως ζω…