Όποιος τιμωρείται, δεν είναι πια εκείνος που έχει κάνει την πράξη. Είναι πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος.
είπε κάποτε ο Νίτσε…
Σκεφτόμουν έντονα τι σου αξίζει να πάθεις, πώς να τιμωρηθείς για όσα έχω νιώσει, έχω ζήσει, για τις στιγμές που έκλαψα, που μούσκεψε το μαξιλάρι μου από τα δάκρυα, για την ανάσα μου που κοβόταν κι έχανα τον κόσμο.
Υπεύθυνος είσαι για τόσα πολλά κι όλα τους χρήζουν τιμωρίας. Λέει ο λαός, πως είναι ρόδα και γυρίζει, μα εγώ δεν μπορώ να περιμένω άλλο για δικαίωση.
Εδώ είναι ο παράδεισος, κι η κόλαση εδώ.
Σου πρέπει “θάνατος” αργός και βασανιστικός, όπως οι νύχτες οι δικές μου, εκείνες που’ θελα σαν ύαινα να αλυχτήσω από πόνο, σα λύκαινα από οργή, εκείνες που κουβαριαζόμουν στο κρεβάτι σαν παιδί αφρόντιστο, μονάχο…
Μα ύστερα σκέφτηκα το Νίτσε. Κάπου την είχα διαβάσει την άποψη τούτη, κάπως την ανέσυρε ο νους μου από τις αναμνήσεις.
Δίκο έχει. Δε θα σου κάνω τη χάρη να γίνεις το θύμα. Θύτης να είσαι μια ζωή. Αυτή είναι η κατάρα μου και η εκδίκησή μου. Γιατί όλοι ζείτε για μια υστεροφημία. Όχι εγώ. Εκεί είναι η ευχαρίστησή μου. Πως πάντα θα είσαι το τέρας. Εκείνο το μαύρο πηχτό σκοτάδι που έκρυψε κάθε ομορφιά.
Εγώ το βρήκα πάλι το φως. Εσύ θα μείνεις όμως εκεί, στο σκοτάδι, στο φόβο. Αυτή είναι η καταδίκη σου και η δικαίωσή μου.
Καλημέρα λέω ξανά στη ζωή. Καληνύχτα σε σένα. Καληνύχτα είπες εδώ και καιρό στην αλήθεια, στην ελευθερία, σε κάθετι όμορφο και καλό. Δέσμιος πάντα του εαυτού σου κι αν είχες ίσως συνείδηση, φυλακισμένος στις τύψεις.
Είμαι η αρχή. Είσαι το τέλος. Δε θα σε συμπαθήσει ποτέ κανείς.
Αυτή είναι η δύναμή μου.