Φοβάμαι

Φοβάμαι. Τις νύχτες, όταν μένω μόνη στο σκοτάδι κι ακούγονται οι χτύποι του ρολογιού, σαν να’ναι χτύποι τσεκουριού στην πόρτα. Σκληροί κι ανελέητοι, δυνατοί, υπόκωφοι. Ο χρόνος δε συγχωρεί. Και δε σταματά, μήτε γυρίζει πίσω. Κι η αναπνοή μου, όσο κι αν πασχίζω λιγάκι να την φτιάξω πιο αθόρυβη, ακούγεται στην ερημιά της νύχτας, σα να’ναι τρένο έτοιμο προς αναχώρηση, με λίγη αγωνία και λίγη από εκείνη την απελπισία που έχει ο αποχαιρετισμός. Και το σκοτάδι πηχτό, με τρομάζει, καθώς τυλίγει τα έπιπλα, τα υφάσματα, τους καθρέφτες, εμένα και γεμίζει κάθε γωνιά, κάθε χαραμάδα, ολάκερο το σπίτι,το πνίγει.

Φοβάμαι. Όταν το τηλέφωνο δε χτυπά και μένω να το κοιτάζω αβοήθητη, ώρες ολόκληρες, αγωνιώδεις κι αγχωτικές. Πού να’σαι; Πού γυρνάς; Κι αν κάτι σου συνέβη; Κι αν δε σ’ αγγίξω πάλι; Κι αν τα μάτια σου δε με κοιτάξουν με αυτή τη φλόγα; Κι αν δεν είσαι δικός μου; Πού είσαι; Γύρνα, αγάπη μου. Άσε με να σε κλείσω σε ένα χρυσό κλουβί, να ορθώσω και γυάλινους τοίχους γύρω σου να μην μπορεί να σε αγγίξει κανείς, να μη σπάσεις, να μη χαλάσει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου, να μην σπιλώσει τίποτα την ομορφιά σου, την υπεροχή και την κατασκευή σου, σε κενό αέρος να διατηρήσω μια στιγμή θέωσης. Να είσαι μονάχα δικός μου, να σε κοιτώ, να σε προσέχω, να μη σε χορταίνω ποτέ, για να μη σε βαρεθώ. Μα κι έτσι σαν πουλί κάποια μέρα θα θελήσεις να φύγεις, γι’αυτό σε έχω αφήσει ελεύθερο να ζεις κι εγώ κάπου κοντά να σε στηρίζω αφανώς κι αθόρυβα να σ’ αγαπώ.

Φοβάμαι όμως. Γιατί ένας άνθρωπος μόνος είμαι. Τι να σου δώσω κι εγώ; Λίγη μονάχα αγάπη, λίγη συμπόνοια, λίγη στοργή, λίγη φροντίδα κι ίσως ένα χάδι. Όλα από λίγο. Να κρατήσω κάτι και για μένα. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος μόνος και φοβισμένος. Έχω τον πόνο μόνη συντροφιά κι ένα δάκρυ, που το φυλώ σαν κόρη οφθαλμού για ώρα ανάγκης. Αν σου τα δώσω όλα δε θα μείνει πια τίποτε για μένα, κι αν φύγεις μια μέρα δε θα μπορείς να μου επιστρέψεις τίποτα.

Φοβάμαι. Αλήθεια σου λέω. Να αγαπήσω φοβάμαι. Να δοθώ φοβάμαι. Τα απόλυτα φοβάμαι και τα ολοκληρωτικά. Εκείνο το συναίσθημα που ισοπεδώνει τα πάντα φοβάμαι. Εσένα φοβάμαι. Εμένα φοβάμαι. Γιατί σαν παιδί σε εκείνο το γυάλινο κόσμο που ονειρεύτηκα για σένα, εκεί με είχανε κλείσει. Και σαν κορίτσι μεγάλωσα με παραμύθια, με όνειρα, με πρίγκιπες και δράκους, με ευτυχισμένο τέλος, “…ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.”. Και σαν μεγάλωσα, ξύπνησα ένα πρωί κι οι γυάλινοι τοίχοι μου είχαν γκρεμιστεί. Μονάχα κάτι μικρά κομμματάκια γυαλί είχαν απομείνει τριγύρω στο πάτωμα κι είπα στον εαυτό μου πως αυτά τα κρυσταλλάκια, τόσο μικρά, όμορφα, λαμπερά αποκλείεται να με κόψουν. Κράτησα ένα στα χέρια μου, που έλαμπε στο φως σαν άστρο. Κι άρχισαν οι παλάμες μου να στάζουν αίμα. Πολύ. Έδεσα τα χέρια μου με γάζες μα ο πόνος δε σταμάτησε. Το κρυσταλλάκι εκείνο χάθηκε, δεν το ξανάδα. Ίσως μέσα στο χέρι μου να χώθηκε βαθιά γι’ αυτό ακόμα με πονάει. Ίσως ακόμα να προχώρησε στις φλέβες μου σιγά σιγά, μέχρι να φτάσει στην καρδιά.

Ναι λοιπόν. Τολμώ να το παραδεχτώ. Δειλή είμαι και φοβάμαι. Όλους εκείνους τους δαίμονες, που μου ξυπνάει ο έρωτας για σένα. Μην αποδειχτείς κι εσύ άλλο ένα κρυσταλλάκι. Ανάθεμα τους γυάλινους τοίχους μας. Αυτούς φοβάμαι πιότερο. Γιατί κάθε φορά που ένα κρυσταλλάκι με κόβει, μαζεύω όλα τα κομμάτια από το πάτωμα και τα ξανακολλάω με μανία. Μένουν ρωγμές και χαραμάδες, ίσα ν’ακούγεται η φωνή – μια φωνή ονειρική, γεμάτη υποσχέσεις – κι έτσι ξεγελιέμαι και τους αφήνω και πάλι να πέσουν, να σπάσουν ξανά.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση