Φοβισμένε ανθρωπάκο μου…

Σε σένα που νιώθεις μηδαμινός, μικρότερος από μια κουκκίδα στο χάρτη, λιγάκι τιποτένιος κι ανίκανος, φοβισμένος μπροστά στο αύριο, στο συναίσθημα, στις επιθυμίες… Σε σένα που στέκεσαι ακλόνητος και μαρμαρωμένος και στα όνειρα ταξιδευτής που δεν μπορεί να αφεθεί απρογραμμάτιστα και να χαρεί το άγνωστο και τον αυθορμητισμό, ανελεύθερος και κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο κλειστοφοβικό, ένα δωμάτιο πανικού, θέλω μονάχα να χαμογελάσω. Ίσως και να σου απλώσω το χέρι, να σε τραβήξω στο φως λιγάκι πιο κοντά. Θέλω να σηκώσω το πρόσωπό σου – που για τους δικούς σου λόγους κοιτάζει στο πάτωμα – και να σε κάνω να με κοιτάξεις στα μάτια. Να μοιραστούμε ένα βλέμμα, λίγη αλήθεια, γιατί τα μάτια δε λένε ψέματα ποτέ.

Δεν θέλω να ρωτήσω, ούτε να μου πεις την αιτία, θέλω μονάχα να σου δείξω λίγο από τον κόσμο μου, εκεί που έμαθα να κρύβω το δικό μου σκοτάδι, να καταχωνιάζω όλα όσα με πόνεσαν, να βασανίζω τις σκέψεις και τις τύψεις μου αθόρυβα και πλέον ανώδυνα για μένα.

Μην τρομάζεις από το άγγιγμα του χεριού μου. Μην ντρέπεσαι να βγεις στο δρόμο, να αφήσεις τον αέρα να χαϊδέψει το πρόσωπό σου, να απλώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, να κάνεις μια ευχή, ν’ αφήσεις μια προσευχή σου να φτάσει στο σύμπαν.

Κι αν νιώθεις μόνος, έρημος, αόρατος, απλώς χαμογέλασε, διώξε μακριά ό,τι σε παγιδεύει, σε φοβίζει, σου βάζει εμπόδια, ό,τι προσπαθεί να σε γειώσει, όποιον δε σε αφήνει να ανοίξεις τα φτερά σου ελεύθερος και να πετάξεις μακριά, να πειραματιστείς, ν’ ανοίξεις τα μάτια σου και να ονειρευτείς ορίζοντες μακρινούς, άφησε τους δαίμονες σου να σου μιλήσουν ελεύθεροι, να σε παροτρύνουν σε τρέλες – δεν πειράζει αν μετανιώσεις μετά – ζήσε, χαμογέλα, τραγούδα δυνατά να διώξεις τη σιωπή. Άνοιξε την καρδιά σου και το μυαλό σου κι ερωτεύσου από την αρχή τον εαυτό σου, αγκάλιασέ τον, άφησε ένα φιλί να ταξιδέψει από τα υγρά χείλη σου στον ουρανό και να καβαλήσει ουράνια τόξα. Βάλε τη φαντασία σου να πλάσει κόσμους όπως εσύ θα επιθυμούσες, διηγήσου το παραμύθι σου, άρπαξε τα χέρια εκείνων που αγαπάς και τράβηξέ τους μαζί σου σε μια διαδρομή για τον παράδεισο. Εκεί που η ελευθερία κι ο δρόμος προς την τελειότητα συναντιούνται. Εκεί που οι γλάροι πετούν στην ακροθαλασσιά κι εσύ αγναντεύεις το πέλαγος. Εκεί που κάναμε πικ-νικ κάποια στιγμή σε ένα λιβάδι με κατακόκκινες παπαρούνες. Εκεί που βρέχει ασημένια αστερόσκονη τις νύχτες με καθάριο ουρανό.

Αν ακόμα είσαι εδώ και σε τυλίγει σκοτάδι βαθύ, άνοιξε μια χαραμάδα να σου ρίξω λίγο από το φως του φεγγαριού να σου ανοίξει δρόμο. Στις απαρχές του σύμπαντος, στις άκρες του γαλαξία ο χρόνος κι ο χώρος συμπιέζονται και δεν έχουν καμιά σημασία. Η αιωνιότητα κάνει τα λεπτά ανούσια, τις στιγμές ανάξιες λόγου.

Αξίζει να φοβάσαι μια ζωή που δε ζεις; Δε σ’ αφήνω άλλο στο γυάλινο κόσμο σου. Βγες από την κρυψώνα σου μικρέ ανθρωπάκο. Θα σου κρατήσω για λίγο το χέρι κι ύστερα θα σε σπρώξω να φύγεις ελεύθερος μακριά. Μην περιμένεις αγκαλιές για να ευτυχήσεις. Μάθε να κυνηγάς το τέλειο. Θα πέσεις, θα χτυπήσεις μα σαν θα σηκωθείς θα κυνηγάς με περισσότερη λύσσα αυτό που σου αξίζει. Μάθε να απαιτείς, μάθε να κοιτάζεις στον καθρέφτη σου και να αναγνωρίζεις ποιος είσαι. Μάθε να σ’ αγαπάς και θα σε λατρέψει η πλάση. Έλα…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση