Με πνίγει η τόση αγάπη που σου’ χω.
Δε μ’ αφήνει ν’ αναπνεύσω, να ζήσω.
Ένα χέρι που σφίγγει το λαιμό μου σαν τανάλια.
Ξηλώνει με τη δύναμή του το μαργαριταρένιο περιδέραιο που μου χάρισες στην πρώτη μας επέτειο.
Ασφυκτιώ σε ένα κορμί που δεν απέμεινε τίποτε δικό μου.
Όλα σου ανήκουν. Σε σένα. Στην αγάπη που σου’ χω.
Όλα για σένα.
Η σκέψη μου, τα όνειρά μου, η ψυχή μου, ο χτύπος της καρδιάς μου, το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου, η φωνή που ψιθυρίζει γλυκά, ανομολόγητα “Σ’ αγαπώ.”, τα χείλη που φιλούν με πάθος κι απελπισία σαν να μην υπάρχει αύριο και σου κόβουν την ανάσα. Το ίδιο το κορμί, που αποζητά μόνο το χάδι σου.
Γι’ αυτό υπάρχει. Γι’ αυτό γεννήθηκε.
Τα μάτια που ψάχνουν το βλέμμα σου, τη γνώριμη παρουσία σου, σε μέρη γεμάτα από ανθρώπους, που δεν έχουν πια τίποτε να μου πουν, τίποτε να μου δώσουν.
Η αβάσταχτη μοναξιά όταν δεν είσαι εκεί κι ας είμαι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους.
Κανείς δεν μπορεί να σου μοιάσει. Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. Είναι αδιανόητο. Κανείς δεν είναι Εσύ.
Με πνίγει η τόση αγάπη που σου’ χω.
Γιατί δεν φανταζόμουν ότι θ’ αγαπούσα ποτέ κάποιον περισσότερο από τον εαυτό μου.
Γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι αυτό το συναίσθημα θα θέριευε μέσα μου κάθε μέρα που περνά και θα με κυρίευε, θα με κατακτούσε, θα με ανάλωνε.
Και τώρα πια δεν είμαι εγώ. Είμαι εσύ. Είμαι κάποια που άλλαξε για να μπορείς να την αγαπήσεις.
Έχω αρχίσει να μου λείπω και να λείπω απ’ τη ζωή. Απ’ τη ζωή που μου άξιζε, απ’ τη ζωή για την οποία φτιάχτηκα, απ’ τη ζωή που ονειρεύτηκα.
Άραγε τ’ αξίζει όλα αυτά η αγάπη που σου’ χω;