Βγάζω τη μάσκα που φορώ ολημερίς.
Κάθε βράδυ καθισμένη σε μια πολυθρόνα μπροστά στον καθρέφτη.
Οι κουρτίνες κλειστές, σκούρες, βαριές, βελούδινες,
Κλείνουν μέσα στο δωμάτιο κάθε φως, κάθε εικόνα, κάθε κίνηση, κάθε χρώμα.
Βγάζω τη μάσκα μου, σιδερένια κι ατρόμητη,
Ατάραχη, σκληρή, μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα στην άκρη των χειλιών μου.
Τα φρύδια αυστηρά σηκωμένα , προσθέτουν μια συνοφρύωση στο παγωμένο ύφος.
Το βλέμμα ειρωνικό, ψυχρό κοιτάζει άδειο χωρίς να βλέπει αλήθεια.
Βγάζω τη μάσκα που με κρύβει,
Τη μάσκα που με καλύπτει,
Τη μάσκα που πνίγει την ανάσα μου και την ελευθερία μου,
Σαν απομακρυσμένη, αποκομμένη φυλακή.
Κοιτάζω στον καθρέφτη για να δω
Δυο μάτια θλιμμένα, δυο χείλη αφίλητα,
Δυο δάκρυα κυλούν κι αυλακώνουν τα μάγουλα μου,
Το πρόσωπό μου χλωμό, σαν λευκό πανί.
Παραδομένη στη ρουτίνα, στην καθημερινότητα
Κουρασμένη από τη ζωή και όσα κινούνται γρήγορα γύρω μου.
Κουρασμένη από όσους κι όσα έχω βαρεθεί,
Μα υποχρεώνομαι ν’ ανέχομαι χωρίς να ξέρω γιατί.
Φορώ τη μάσκα μου για να κρύψω τι νιώθω,
Να κρύψω την αποθέωση της βαριεστημένης ύπαρξης μου,
Να κρύψω τον παροξυσμό των ιδεών που στροβιλίζονται στο μυαλό μου,
Να κρύψω την ειλικρίνεια της ψυχής μου.
Να κρύψω ποια είμαι στ’ αλήθεια…
Για να είμαι αρεστή και να μη χαλώ την ομοιομορφία του γυάλινου κόσμου μας.
Επιτρέπεται η ανομοιότητα μόνο τη νύχτα, στο απόλυτο σκοτάδι!