Η μοναξιά με περιμένει στο σαλόνι…

Μοιάζει απόψε η μοναξιά πιο οδυνηρή από ποτέ, καθώς γεμίζει τα δωμάτια με την ασφυκτική παρουσία της. Να’ τανε καπνός από τσιγάρο, θα’ φευγε από το ανοιχτό παράθυρο. Μα δεν είναι.

Στη σκέψη πως θα’ τανε απόψε, αν ήσουν εδώ, εκείνη χορεύει σα δαίμονας τριγύρω και γελά σαρδόνια. Θα τη συνηθίσω κάποια στιγμή, θα την αφήσω να μιλά στ’ αυτιά μου και θα ηχεί  σαν τη φωνή σου, ήσυχη, ήρεμη, γλυκιά. Ας βγω λιγάκι στο μπαλκόνι όμως, γιατί απόψε οι τοίχοι με πνίγουν. Θα χαζέψω λιγάκι τα κίτρινα φώτα του δρόμου, που ανακατεύονται με την υγρασία και την ομίχλη. Θα ακούσω τους ήχους των αυτοκινήτων που τρέχουν, που σταματούν να ξεφορτώσουν επιβάτες κι όλους εκείνους τους περαστικούς, που επιστρέφουν από τη νυχτερινή τους έξοδο, χαμογελαστοί και τυλιγμένοι στα πανωφόρια τους – ίσα να βρούνε λίγη ζεστασιά πριν φτάσουν σπίτι. Εγώ που δεν έχω πού να πάω τι θ’ απογίνω; Που το μοναδικό μου σπίτι σε τούτη τη γη είσαι εσύ κι η ζεστασιά που ψάχνω διακαώς κι απελπισμένα βρισκέται μονάχα όταν με τυλίγει η αγκαλιά σου;

Ανάβω ένα τσιγάρο απο εκείνα που λέω κάθε μέρα πως θα σταματήσω να καπνίζω. Με βοηθάει λέω να σκέφτομαι και να ηρεμώ λιγάκι. Να βάζω τις ανεκδιήγητες σκέψεις μου σε τάξη. Εκείνες που δεν έχουν καμιά ροπή προς την πραγματικότητα, εκείνες που παρερμηνεύουν λόγια και πράξεις, γιατί ονειροβατούν κάπου μέσα σ’ αυτά που θα’ θελα να λένε τα μάτια σου. Δοκίμασα να τις διώξω μα δεν έφευγαν. Μαζί με τη μορφή σου και τη μοναξιά πραξικοπηματίες του νου, έχουν εγκαθιδρύσει το δικό τους τυραννικό πολίτευμα και ό,τι θέλουν προστάζουν. Όταν αντιστέκομαι με βασανίζουν.

Φυσάω τον καπνό μου ψηλά, κλείνω λιγάκι τα μάτια να αφεθώ στη σιγαλιά της νύχτας, να γίνω ένα με το σκοτάδι, μα η μοναξιά στην πόρτα με φωνάζει να μπω στο σπίτι γιατί κάνει κρύο. Αστεία που είναι ώρες ώρες. Σα μάνα με κυνηγάει και με μαλώνει, μου φωνάζει να σε αφήσω πια να φύγεις, να μη μου κάνω άλλο κακό. Μα είμαι από τη φύση μου αυτοκαταστροφική και κακομαθημένη. “Δε θέλω.” της λέω, μα δεν μπορεί να καταλάβει. Προσπαθεί να με πείσει πως για λίγο θα είμαστε καλύτερα οι δυο μας. “Καλύτερα από τι;” θέλω να της πω, μα δεν θα ακούσει. Πώς μπορώ χωρίς εσένα να είμαι καλά, ή καλύτερα;

Έμοιαζε εύκολο να σ’ αποχαιρετήσω και να φύγω, χωρίς να σου’χω δώσει τίποτα δικό μου. Έτσι έμοιαζε, μα άφησα πίσω μου ένα κομμάτι του εαυτού μου. Δίχως αυτό δεν είμαι ολόκληρη. Ζητώ να μου το επιστρέψεις. Κι εσύ δεν ξέρεις καν πως το κρατάς, δεν το πιστεύεις.

Φωνάζει η μοναξιά μου από την πόρτα “Χειμώνιασε. Μη στέκεσαι άλλο με τις πυζάμες στο μπαλκόνι σαν την τρελή, με τα μαλλιά ανακατεμένα, το καταραμένο το τσιγάρο κι αυτή τη θλίψη στο βλέμμα. Φοβάμαι. Έλα μέσα. Δε θα σε μαλώσω απόψε. Θα σε κρατήσω να κοιμηθείς. Έλα.”. Γυρίζω την κοιτάζω ξέπνοη και τρομοκρατημένη, πετάω το τσιγάρο. “Ησύχασε.” της λέω, “Είμαι δειλή και τίποτα κακό δε μπορεί να συμβεί. Μη φοβάσαι. Οι δυο μας μείναμε.” κι ένα δάκρυ μου φεύγει. “Πέσε στο κρεββάτι και θα’ρθω. Μαζί θα κοιμηθούμε απόψε. Από αύριο βλέπουμε.”.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση