Ήτανε κάποτε μια κασέτα κι ένα γράμμα…

Λείπεις κι είναι απόψε η αγκαλιά μου άδεια. Άδεια από έρωτα, μισή, γιατί δεν έχει κάπου να κουμπώσει το κορμί μου. Νιώθω λειψή, κενή κι οι μουσικές δε φτάνουν να χαλαρώσουν την ψυχή μου και τα μικρά και τα μεγάλα μου άγχη. Μόνο η φωνή σου μπορεί.
Βρέχει κι από το ανοιχτό παράθυρο η μυρωδιά της νοτισμένης ασφάλτου, ανακατεμένη με την κίτρινη σκόνη, που έχει καθίσει μέρες τώρα για τα καλά στο δρόμο, γεμίζουν το δωμάτιο με ανάγκες. Όλες γίνονται μια. Ανάγκη να σε νιώσω.
Θέλω κάτι να σου γράψω. Ίσως ένα τραγούδι, ίσως ένα γράμμα. Αλλά τώρα πια τίποτα δεν είναι το ίδιο. Καθισμένη στο γραφείο, μπροστά στον υπολογιστή, με τα δάχτυλά μου να τρέχουν πάνω στο πληκτρολόγιο, νοσταλγώ τη μυρωδιά και την υφή του επιστολόχαρτου, τον τρόπο που η πένα μου άφηνε σημάδια και το μελάνι μουτζούρωνε τα χέρια μου. Νοσταλγώ το φάκελο που έκλεινε μέσα τις σκέψεις μου και την έγνοια μου, αν θα φτάσει στα χέρια σου ή θα χαθεί κάπου στο δρόμο. Κι αν φτάσει, πότε θα φτάσει; Ήταν κι εκείνη η αναμονή. Κι ύστερα να μου γράψεις κι εσύ κι εγώ να περιμένω εκείνη την απάντηση… Σχεδόν ένας μήνας, αλλά κάποια πράγματα είναι γραμμένα πιο ποιητικά. Γιατί στο χαρτί μπαίνανε οι σκέψεις μας σε τάξη. Γιατί αν αποφάσιζα να δακρύσω δε θα με έβλεπες. Γιατί αν αποφάσιζα να κλάψω, δε θα άκουγες τη φωνή μου να σπάει, λυγμό κανένα. Μου στερούσε όμως και το χαμόγελο στη φωνή σου και τη ζωντάνια στο βλέμμα σου. Λονδίνο – Λάρισα κι η απόσταση να μεγαλώνει περισσότερο, με το φόβο πως συνεχίζει η ζωή μου χωρίς εσένα κι αντίστοιχα η δική σου δίχως να με ονειρεύεσαι τις νύχτες. Σου έστελνα και καμιά φωτογραφία, από ένα βράδυ με τα παιδιά, με γέλια και μπύρες, τσιγάρα κι αγκαλιές, με τον αέρα να φυσάει στην παραλία και τη φωτιά να ημερώνει τη νύχτα. Μου έστελνες κι εσύ, με κάποιον άγνωστο συμφοιτητή στην pub και μια κοπέλα πίσω στο βάθος, να σε κοιτάζει με πόθο. Ούτε καν την είχες προσέξει.
Ήτανε έρωτας εκείνος; Να παλεύω με τον εαυτό μου να μη σηκώσω το ακουστικό, να μην αποζητάω να ακούσω τη φωνή σου. Μήπως λιγάκι ξεχάσω. Να πάψεις να είσαι ένα κομμάτι της καθημερινότητας, να πάψω να είμαι μέρος της δικής σου. Γιατί η γη συνεχίζει να κινείται κι εσύ είσαι τώρα τόσο μακριά. Κάπου με βασιλιάδες, κόκκινα λεωφορεία και τηλεφωνικούς θαλάμους, κάπου που βρέχει κάθε μέρα, να εφευρίσκεις καινούριες συνήθειες, να ανακαλύπτεις καινούρια στέκια κι αγαπημένα μέρη, κάπου που δεν είμαι μαζί σου.
Αναμνήσεις… Ανοίγω μια καινούρια καρτέλα στο φυλλομετρητή και ψάχνω στο διαδίκτυο, να βρω ένα τραγούδι από τα παλιά. Γελάω. Πόσο εύκολο πια; Τότε υπήρχαν ακόμα κασετόφωνα, έψαχνα ώρες, πότε από τη μια πλευρά, πότε από την άλλη, έβαζα μια από εκείνες τις κασέτες που μου έγραφες, με τα αγαπημένα σου τραγούδια που ήθελες τόσο να μου μάθεις και πέρναγα νύχτες ολόκληρες με συντροφιά το κασετόφωνο, το τασάκι και τα τσιγάρα, μιλώντας στο ταβάνι του υπνοδωματίου. Πόσο θα ήθελα τώρα να σου γράψω ένα τραγούδι σε μια κασέτα όπως παλιά, με το φόβο να μη μιλήσει ο ραδιοφωνικός παραγωγός ή να του ζητήσω και μια αφιέρωση για να έχεις κάτι να με θυμάσαι.
Θυμάσαι όταν μίκρυναν οι αποστάσεις, όταν άλλαξε η ζωή, όταν γύρισες και τίποτα δεν είχε καταφέρει να μας σβήσει;
Δεν τελειώνουν οι έρωτες σαν το δικό μας, μου είχες πει. Ό,τι κι αν γίνει παντα σιγοκαίνε, ψάχνουν μονάχα μια αφορμή να γίνουν πυρκαγιά. Όπου κι αν είμαι θα σε ψάχνω κι όπου κι αν είσαι θα με ζητάς, γιατί κανείς δε μας μοιάζει. Έτσι μου είχες πει. Κι ήταν παράδεισος κι αποκάλυψη πόσο με έκανες να γελώ, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και τώρα προσπαθώ να καταλάβω πώς μπόρεσα ποτέ να σε συγκρίνω. Πώς μπόρεσα να ψάξω άλλη αγάπη; Πώς μπόρεσα να φανταστώ πως θα σε ξεπεράσω; Αφού στην αγκαλιά σου μονάχα έχω σπίτι, στα χείλη σου μονάχα έχω ανάσα και στο φιλί σου λιμάνι. Δυο μέρες λείπεις και μοιάζει αιώνας μακριά σου. Γύρνα επιτέλους γιατί δεν είναι όλες οι αναμνήσεις γλυκές. Έλα να φτιάξουμε καινούριες, πιο πολλές, να κερδίσουν στη μάχη με το παρελθόν, στον πόλεμο με το χρόνο.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση