Δε σου είπα ποτέ πόσο φοβάμαι.
Σε κοίταζα πάντα και λίγο αφ’ υψηλού. Από τη μία αναθρεμμένη βασίλισσα, μαθημένη και λιγάκι με υπηκόους και τα χατήρια της καλά καμωμένα και τον κόσμο ολάκερο στα πόδια της, αν θέλει να τον κλωτσήσει.
Από την άλλη να σε ξέρω τόσο καλά, εσένα, τον άγνωστο, να σε διαβάζω διάφανο, να συγχωρώ τα παιδιάστικα καπρίτσια σου, να χαμογελώ συγκαταβατικά με τα όνειρά σου, που τα έβρισκα λίγο πεζά… χρήμα, δόξα, άνοδος, δύναμη…
Λίγο να σου θυμίζουν τα παλιά μεγαλεία της οικογένειας και τα δικά σου. Νομίζω έμεινες εκεί… σε κάτι χρυσές εποχές δικές σου και μιας ολάκερης χώρας που ζούσε φανταχτερά.
Εντάξει, κι εμένα τα φανταχτερά με διασκεδάζουν λίγο. Μην ξεχνάς πως είμαι και γυναίκα.
Δείχνω μόνιμα γενναία και δυνατή. Θυμάσαι πόσο το θαύμαζες αυτό;
Πώς αναρωτιόσουν πού τη βρίσκω τόση αυτοπεποιήθηση! Φώτιζαν τα μάτια σου από θαυμασμό και απορία. Ίσως και λίγο δέος. Ξέρεις το δέος κρύβει και λίγο φόβο μέσα στο σεβασμό.
Είναι αστείο, μα ένιωθα έτσι παράδοξα μαζί σου. Με έναν άνθρωπο που μου ήταν παντελώς άγνωστος και πάνω από όλα επικίνδυνος, εγώ ένιωθα ήσυχη, ήρεμη, ασφαλής, αληθινή και τέλεια. Μα τελικά, δεν ξέρω αν φταίει η άγνοια ή η ελπίδα.
Μάλλον φταίει που για τον έρωτα μπορούσα να συνηθίσω πως είσαι ικανός να αδειάσεις στο καλάθι των αχρήστων όλους εκείνους που σε στήριξαν ή σ’ αγάπησαν. Ξεχνάς εύκολα. Με τρομάζει που θα σε ξεχάσουν κι εκείνοι όταν τους χρειαστείς στ’ αλήθεια. Οι καινούριοι σου φίλοι είναι επικίνδυνοι, γιατί νομίζεις πως μπορείς να τους χειριστείς, μικρέ αγαπημένε μου εγωιστή. Δε θα καταλάβω ποτέ γιατί υπερεκτιμάς την ικανότητά σου – νομίζεις – να κουμαντάρεις τους ανθρώπους (δεν είσαι καπετάνιος σε φουρτούνα).
Φοβάμαι. Να το ξέρεις. Στο μαρτυράω. Πάντα φοβόμουν. Όχι για μένα τόσο πολύ, όσο για σένα. Δε θα μπορούσα να υπάρχω κάπου που δεν υπάρχεις κι ας μην είμαι μαζί σου, ας μη ζεις για μένα. Με ισοπέδωσες. Δε θα μπορούσα να χωρέσω ποτέ στα όνειρά σου. Τα είχα αυτά που ονειρεύεσαι και τα πετάω στη φωτιά. Ώσπου να καταλάβεις πως δεν αξίζουν θα έχω καεί κι εγώ. Σου γράφω απόψε, σε μαλώνω, ξεγυμνώνομαι και πάλι. Θα θυμώσεις, θα με καταραστείς κι εμένα και τη στιγμή που με γνώρισες. Μα ξέρεις καλά πως ένα μόνο είναι το πρόβλημα. Ταυτίζεσαι. Γιατί ανάθεμά με είχα πάντοτε δίκιο (μεγαλόπρεπα σου χάριζα καμιά φορά την ψευδαίσθηση πως το δίκιο ήταν δικό σου).
Μην καταστρέφεσαι, γαμώτο! Μην ξοδεύεσαι… Τι θ’ απογίνεις όταν μετά την ηλίθια άνοδο έρθει η πτώση; Ποιος θα είναι εκεί να σου δώσει ένα χέρι να πιαστείς, να σε τραβήξει στο φως; Μόνος σου νομίζεις… Διάολε, δε βλέπεις πως είναι λάθος;
Τώρα που όλα τελειώνουν, εγώ φοβάμαι περισσότερο. Λίγο δειλή ήμουν και πριν. Τώρα σύγκορμη τρέμω. Πες, πως μου έμεινε κουσούρι από τον έρωτα. Φαίνεται πως κάτι μένει.
Αποφάσισα λοιπόν για να πάψω να φοβάμαι, ν’ αρχίσω να πέφτω με τα μούτρα σε ό,τι με τρομάζει, να κάνω τρέλες, αμαρτίες, λάθη μεγάλα – μήπως και κάνω κάποιο μεγαλύτερο από σένα…
Έτσι όταν το τέλος πλησιάζει, θα τα πάρω όλα με τη σειρά, απο το τελευταίο προς το πιο παλιό για να μετανιώσω. Δε θα προλάβω να φτάσω σε σένα, δε θα μετανιώσω, δε θα σε θυμηθώ, δε θα είσαι η τελευταία μου σκέψη, η ανησυχία μου (ας ελπίσουμε πως θα μάθεις να προσέχεις τον εαυτό σου. Μην πίνεις πολύ και οδηγείς…), το τελευταίο μου χαμόγελο, το στερνό μου δάκρυ.