Κάποτε μου’ πες ως τ’αστέρια θα με πας, γιατί οι αγάπες ζουν μονάχα εκεί ψηλά.
Σε ξεχασμένους γαλαξίες, αστέρια με ασημόσκονες.
Άπειρες νύχτες που φεγγίζουν στο κρεβάτι σου συντροφιά με αντανακλάσεις αχτίδων στο κορμί μου.
Η δική μας η αγάπη σου είπα, δεν έχει ανάγκη απ’ αστέρια, μήτε φεγγάρια, μήτε ηλιοβασιλέματα.
Ως το τέλος του κόσμου, είπες, θα μ’ αγαπάς και εμένα μου φτάνει.
Τώρα θυμάμαι πως με μεθούσαν τα λόγια σου και έχω ακόμη μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα.
Το παρελθόν ακόμα κυνηγά τα όνειρά μου και οι αναμνήσεις εικόνες που στοιχειώνουν το νου.
Η θύμησή σου δυνατή σαν κόκκινο γλυκό κρασί, όσος καιρός κι αν περάσει.
Μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και μάτια υγρά περιμένω τα βράδια, ακουμπισμένη στο περβάζι, μήπως γυρίσεις.
Μήπως στη γωνία του δρόμου σε δω, να κατηφορίζεις το σοκάκι, να’ ρχεσαι πάλι σε μένα.
Και το ποτήρι αδειάζει κι απόψε.
Δε με μεθάνε πια τα λόγια σου.
Μόνη μεθάω…
Κι αντί να ξεχάσω, θυμάμαι πόσο πολύ μου λείπεις.
Κι είναι η ανάγκη πιο δυνατή από κάθε αξιοπρέπεια, κάθε αμαρτία, κάθε πόνο…
Έπαψα πια να ξεχωρίζω το λάθος από το σωστό, το δίκαιο από τ’ άδικο.
Ο χρόνος που περνά πια δε με νοιάζει. Θα περιμένω όσο κι αν χρειαστεί για να γυρίσεις.
Με τη θλίψη συγκάτοικο στη μοναξιά και την απόγνωση συνοδοιπόρο στην τρέλα που με βασανίζει και με κατατρέχει.
Δε μετανιώνω και δεν κρύβομαι πίσω από μάσκες μα ούτε και πίσω από το δάχτυλό μου σαν μικρό παιδί..
Σε περιμένω.
Ξέρω δε θα γυρίσεις…
Μα εγώ θα περιμένω, μέσα στην αρρώστια και τον εξευτελισμό μου…