Σε μια παραλία λευκή, αιγαιοπελαγίτικη, πλάι σε μια θάλασσα φερμένη από μακριά μαζί με τη σκέψη μου, μαζί με τη μορφή σου, μαζί με μια πετσέτα στρωμμένη στην αμμουδιά, σε παιχνίδια παιδικά, ανέμελα, αστεία, με το κύμα εκείνο το αφρισμένο να σκάει στα πόδια μας, γελάω δυνατά κι είναι σαν να είναι η πρώτη φορά.
Σαν να ανακαλυπτω τον κόσμο και τις ομορφιές της πλάσης, της ζωής, της καρδιάς μου. Έτσι είναι, όταν ζεις μετά από καιρό πάνω σε ένα σύννεφο και μοιάζει σε ένα φιλί να κρεμάστηκε ολόκληρος ο ήλιος και σε ενα ζευγάρι μάτια να φώλιασε ο ουρανός.
Να ζωγραφίζω στην άμμο και να σβήνει τα γράμματα που σου στέλνω, το κύμα που αφήνεται ήρεμο να σκάσει στο ακρογυάλι. Να απολαμβάνω μια αγκαλιά και δυο αρμυρά φιλιά πάνω σε μια βαρκούλα που θυμίζει ψαράδες και σφουγγαράδες σε ένα νησί μακρινό. Να αγαπιέμαι, να ομορφαίνω για αυτόν ακριβώς το λόγο. Γιατί χαμογελώ από την ψυχή μου μέσα και γεμίζει ο κόσμος χρώματα κι αρώματα, σταγόνες μια βουτιάς στο νερό.
Όσο κι αν βραχούμε, μοιάζει αδιάβροχη η ευτυχία, μοιάζει αδιαπέραστη, σαν το κέλυφος του κοχυλιού που μου ψάρεψες εκεί στα αβαθή καταγάλανα νερά.
Να μην τελειώσει ποτέ η ευτυχία, να μην τελειώσει ποτέ αυτή η αναζήτηση του έρωτα στα χέρια σου, σαν ατέλειωτο κυνήγι θησαυρού κι εμείς πειρατικά σκαριά με μια σημαία ξεθωριασμένη και σκισμένη από τους αγέρηδες που λυσσομανούν, να αρμενίζουμε στο πέλαγος εκείνο το ανεξερεύνητο.Αβυσσαλέος ο πόθος για το άγνωστο, μας σπρώχνει σε ταξίδια μαγικά, που όμοια όχι μονάχα δεν είχαμε φανταστεί, μα ούτε ονειρευτεί στην μικρότητα της ύπαρξής μας και την καθημερινότητα ή τη ρουτίνα που μας οδήγησαν να ψάξουμε λίγες διακοπές από το συνηθισμένο.
Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο σου, να απαθανατίσουμε τη στιγμή σε μια φωτογραφία. Αιώνια να θυμάμαι. Να μην ξεχάσω πόσο όμορφος είναι ο κόσμος δίπλα σου, στην αγκαλιά σου, κάτω από έναν ουρανό καθάριο, δίχως μήτε ένα ψήγμα σύννεφου και με ένα φως που γεμίζει τις καρδιές μας, αντανακλάται στις λευκές στέγες των σπιτιών και πέφτει πάνω στα μπλε και βιολετιά παραθυρόφυλλα τους, χρωματίζοντας ένα κόσμο αθώο. Με ένα ελαφρύ αεράκι που ανακατεύει τα μαλλιά μου, κι αφήνει ρίγη συγκίνησης στην επιφάνεια της θάλασσας, να στροβιλίζει αργά τις φτερωτές των ανεμόμυλων. Παραμύθι θυμίζει η ζωή και το είχαμε τόση ανάγκη.
Στα στενά δρομάκια τα πλακόστρωτα περπάτησε μαζί μου απόψε, να μοιραστούμε ένα παγωτό με γεύση βανίλια, να φορέσω το σάλι μου κι αν νιώσω πως κρυώνω, να με τυλίξεις με τα χέρια σου προστατευτικά σαν να’μουνα παιδί. Να γιορτάσουμε τούτο το βράδυ, όλα εκείνα που φέρνουν κοντά τα ετερώνυμα, όπως έλκεται η σελήνη από τη γη κι αντίστροφα μέσα στη μαγεία του σύμπαντος, με ένα μπουκάλι κόκκινο γλυκό κρασί κάτω από την πανσέληνο του Ιούνη, από ένα μπλακόνι με θέα στο Αιγαίο και κρεμαστούς κήπους τριγύρω. Να αφεθούμε σε μια χαλάρωση μακριά από έγνοιες και σκοτούρες, κοντά σε κείνο που μας είχανε πει πως είναι η αγάπη. Κράτα μου το χέρι. Να’ ξερες πόσο μ’αρέσει να αγναντεύω μαζί σου τον ορίζοντα που μου φωνάζει να φτάσω πιο μακριά από το βλέμμα μου, να ανακαλύψω το όνειρο εκεί που τελειώνει η λογική κι η σκέψη. Ας μείνουμε σιωπηλοί. Γιατί τα λέει όλα η σιωπή, χωρίς να’ ναι υπόκωφη, ενοχλητική, τρομακτική. Είναι κάποιες στιγμές που απλώς δε θέλεις τίποτα να ειπωθεί, τίποτα να σε ξυπνήσει από το όνειρο, τίποτα που να θυμίζει αλήθεια, πραγματικότητα, μονάχα να ακούσεις τη φύση να πανηγυρίζει μαζί σου και να τη νιώσεις να χαιρετίζει ένα συναίσθημα που είχες ξεχάσει από καιρό. Θέλω να σου πω μονάχα καλημέρα, με μια κούπα από τον αγαπημένο μας καφέ κοιτάζοντας τον ήλιο να ανατέλει μέσα από τη θάλασσα που μας ταξίδεψε τόσο μακριά κι όμως τόσο κοντά.