Ένα ολόγιομο φεγγάρι φωτίζει πάνω από στέγες και ταράτσες την πόλη, κι εγώ αποκαμωμένη, κάτω από την πράσινη τέντα του μπαλκονιού, μιας παλιάς γκρίζας πολυκατοικίας, που το φάρδος του μόλις χωρά την καρέκλα μου, ψάχνω να πάρω λίγο από το άρωμά του.
Τριγυρισμένη από μικρές πρασινάδες, φυτεμένες σε γλάστρες, κρεμασμένες στην κουπαστή του μπαλκονιού ή στο ταβάνι πάνω από το κεφάλι μου, μπας και ομορφύνει με χρώμα η μέρα και με μυρωδιές η νύχτα. Στέκομαι ορθή στο χείλος του μπαλκονιού, με τις σαγιονάρες μου σχεδόν διπλωμένες, κάτω από τα πόδια μου που με σπρώχνουν ψηλότερα, ανασηκωμένα στις μύτες, με το λαιμό τεντωμένο και το κεφάλι σχεδόν κρεμασμένο με απελπισία ανάμεσα στις τέντες, να χορτάσω εκείνη τη μπάλα που γεμίζει τον αυγουστιάτικο ουρανό.
Θέλω απλά να γείρω στην ξεχαρβαλωμένη από την πολυκαιρία πολυθρόνα, να ακουμπήσω τα μπράτσα της σα να’ τανε τα δικά σου. Θέλω να παραδοθώ σε εκείνη τη λακκούβα, που νομίζω ρουφά το κορμί μου και να νιώσω σπίτι, καλοκαίρι, συνήθεια. Να απλώσω τα πόδια μου και να τα σταυρώσω πάνω στην κουπαστή με μια αίσθηση χαλάρωσης δίχως χτες, σήμερα κι αύριο. Θέλω να σηκώσω τις τέντες μπας και με λούσει τούτο το αναθεματισμένο φως, μα ύστερα θυμάμαι πως δεν είσαι εδώ και στο φως του φεγγαριού η απουσία σου είναι αποπνικτική.
Πνίγεται καμιά φορά η μοναξιά, στις φωνές των ανθρώπων που περπατούν στο δρόμο, πιάνονται χέρι χέρι, αγκαλιάζονται, τσακώνονται, γελούν, μιλούν στο τηλέφωνο. Σωπαίνει μπροστά στα φώτα του απέναντι μπαλκονιού. Δεν την ακούω να σιγομουρμουρίζει. Δεν τη νιώθω να σαλεύει δίπλα μου, πίσω μου, πάνω μου. Σα να νεκρώνει, μα επιστρέφει κάτι στιγμές σαν και τούτη.
Και δε θέλω να φύγει αν δε γυρίσεις εσύ. Ή εσύ ή εκείνη. Τίποτα άλλο. Κάτω από το φως μια αυγουστιάτικης σελήνης μονάχα αυτές οι δυο επιλογές υπάρχουν.
Καληνύχτα, αγάπη μου. Να προσέχεις εκεί που είσαι. Σου στέλνω δυο φιλιά με το φεγγάρι. Για τα δυο σου μάτια.