Λέξεις που χάνονται – Κεφάλαιο “Εμπιστοσύνη”

Η εμπιστοσύνη ήταν κάποτε μια λέξη που είχε σημασία για μας. Παλιότερα, είχε σημασία για όλους. Έδινες το λόγο σου για κάτι, έσφιγγες τα χέρια σου με κάποιου άλλου κι ήταν κανόνας άγραφος. Αλλάζουν οι καιροί…

Κάτι μέρες που μοιάζουν βγαλμένες από την Κόλαση του Δάντη, έχοντας προσπεράσει το καθαρτήριο και την ευκαιρία να μετανιώσεις, να βρεις έναν άλλο δρόμο να βαδίσεις, να διορθώσεις ίσως τα πεπραγμένα, σε στοιχειώνουν.

Ο ύπνος αντί να μοιάζει καταφύγιο, χαλάρωση του νου και δύναμη για να αντιμετωπίσεις το αύριο, αφήνει τις Ερινύες και τα φαντάσματα του παρελθόντος να σε κυνηγούν ασταμάτητα, σε ένα αδιάκοπο τρόμο, σε έναν εφιάλτη. Παρακαλάς να ξυπνήσεις, να ήταν απλά ένα όνειρο, μα όταν τα μάτια ανοίγεις διαπιστώνεις πως είσαι ακόμη εκεί, γιατί αυτή την πραγματικότητα έπλασες μόνος και το συνειδητό με το ασυνείδητο είναι πλέον ένα σώμα.

Φωνάζεις το όνομά μου κάθιδρος. Ζητάς να σου απλώσω το χέρι, να σου χαϊδέψω λίγο τα μαλλιά, να ρίξω λίγο από το φως μου στο σκοτάδι σου, να φύγουν οι σκιές που κουβαλάς. Δε γίνεται. Γιατί έχεις μάθει να πορεύεσαι μόνος. Έχεις μάθει να πολεμάς μόνος, χωρίς κανέναν να μάχεται στο πλευρό σου, μήτε να σου φυλάει τα νώτα. Βλέπεις εσύ στο μονοπάτι σου, τους ανθρώπους τους έβλεπες πάντα σαν βάρος. Σαν ένα βαρίδι αστάθμητο που δεν το ήθελες τους ώμους σου, ένιωθες να σε τραβάει πίσω σαν πάσχιζες να τρέξεις με λαχανιασμένη την ανάσα, να σε κρατά χαμηλά όταν προσπαθούσες να πετάξεις με τα χέρια ορθάνοιχτα σα φτερά.

Με έχεις ανάγκη, με αποζητάς, μα στ’ αλήθεια δεν μπορείς να με ανεχτείς. Κατά βάθος με μισείς. Γιατί με θέλεις τόσο, γιατί είμαι τόσο διαφορετική που θα μπορούσα να συμπληρώνω τα κενά σου, να ολοκληρώνω την ύπαρξή σου, να σε οδηγώ σε μια τελειότητα που έβλεπες σε κάτι όνειρα όταν ήσουν παιδί, εκείνη που έμοιαζε θάλασσα ή ουρανός και δεν μπορούσες ποτέ να καταλάβεις τι είναι τούτο το απέραντο γαλάζιο.

Αυτός θα είναι πάντα ο λόγος που όσο κι αν με ψάχνεις, πάντα θα με διώχνεις μακριά. Θα με αφήνεις να φύγω, νομίζοντας πως όλα τελείωσαν κι ύστερα θα με αναζητάς σε τηλεφωνήματα, για να μαντέψεις συναισθήματά από τη χροιά της φωνής μου. Θα με ψάχνεις σε μηνύματα, ίσα να δεις που βρίσκομαι κι αν μπορώ χωρίς εσένα να ζω, να προχωράω. Θα προσπαθείς να μάθεις που πηγαίνω, για να βρεθείς μπροστά μου (νομίζεις η επιτυχία είναι διαγωνισμός και ήσουν πάντοτε ανταγωνιστικός). Να νιώσεις λίγη οικειότητα και κυρίως πως ποτέ δεν την έχασες (εκείνη την ευκαιρία που σου δόθηκε κάποτε).

Μα εγώ δε μπορώ πια να σου απλώσω το χέρι, γιατί έχω σηκώσει και τα δυο ψηλά, τους φύτεψα πούπουλα που μεγάλωσαν κι έγιναν φτερά και μαθαίνω να πετάω. Δοκίμασε να με δέσεις με ένα σπάγκο, αν θέλεις να πετάω γύρω σου (όπως έκανες με τις χρυσόμυγες μικρός). Μα αν σου δώσω ξανά το χέρι μου – κι ας έμαθα να πετάω και με ένα φτερό – το πιο πιθανό είναι να γκρεμιστώ. Και το κορμί μου γέρασε, δεν αντέχει τις πτώσεις μήτε να βυθίζεται.

Υπάρχει κάτι, που το λένε εμπιστοσύνη. Ή τουλάχιστον έτσι το λέγανε την πρώτη φορά. Τότε σου δόθηκε απλόχερα. Τώρα μάλλον πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να το κερδίσεις. Και να θυμάσαι, πως αυτή τη φορά μπορεί να χάσεις…

Αλλάζουν οι καιροί…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση