Μάγισσα

Νύχτες με μια κόκκινη, αιματοβαμμένη πανσέληνο, τρέχεις σα μαινάδα σε μακρινά σταυροδρόμια, χαμένα στον ορίζοντα κι άγραφα στους χάρτες των ανθρώπων, φορώντας μια μακριά λευκή κεντημένη νυχτικιά που’ χες κρυμμένη από χρόνια σε μαονένιο συρτάρι αρωματισμένο με αποξηραμένα κλωναράκια λεβάντας.
Τα μαλλιά σου λυτά και σαν μια κίτρινη ζούγκλα, με ξεφτισμένες, χρωματιστές κορδέλες πλεγμένα χύνονται στους ώμους, ξανθά σα στάχυα λίγο πριν το θέρο κι οι κορδέλες θυμίζουν γαϊτανάκι που δε λύθηκε ποτέ.
Τα μάτια σου κατάμαυρα, καίνε, με προσμονή, ελπίδα, φόβο, μίσος, έρωτα, τρέλα. Φωτιές που θεριεύουν και σβήνουν τα πάντα στο διάβα τους, ανάβουν εκεί που τα πέλματά σου γυμνά πατούν στο χώμα.
Στο λαιμό σου κρεμασμένα χαϊμαλιά, φυλαχτά και γούρια.
Κι όπως χορεύεις και στροβιλίζεσαι σαν χαϊνης μαύροι καπνοί ξεπηδούν από το έδαφος, εκεί που σέρνεται το λευκό σου νυχτικό και γίνονται πνεύματα που κάλεσες από τα έγκατα της γης να σε συνδράμουν ακούραστοι αρωγοί στις μαγγανείες.
Οράματα και όνειρα σε κλείνουν σε ένα λαβύρινθο, δεν ξέρεις πια αν είσαι ξύπνια ή χαμένη στο λήθαργο ψάχνεις το ένα και μοναδικό μονοπάτι για να βγεις στο αχνό φως του φεγγαριού.
Ψιθυρίζεις, τραγουδάς λόγια που δε σου δίδαξε ποτέ κανείς, λέξεις δίχως νόημα που παίρνουν σάρκα και οστά και προσκυνούν μπροστά σου, ταπεινοί σου υπηρέτες.
Στέλνεις τις εντολές σου με δυο μαύρα κοράκια που κρώζουν δυνατά, τρομοκρατικά κι η πλάση υποκλίνεται στη φοβερή σου δύναμη.
Στην έκλειψη του ματωμένου φεγγαριού, εκεί που βυθίζεται το άπαν στο σκοτάδι, βασίλισσα του κόσμου γίνεσαι και τιμωρείς την αδικία σου, κηνυγάς μια αγάπη που σκότωσες για να την αναστήσεις και πίσω να την φέρεις από τον κόσμο των νεκρών. Ψάχνεις τον έρωτα να βρεις απελπισμένη και να μαγέψεις εσένα πρώτα, μήπως η καρδιά σου μπορέσει ν’ αγαπήσει ξανά. Εκείνη η καρδιά που έβαψε τα χέρια σου με αίμα και γέμισε δαίμονες το κρεββάτι σου και στοίχειωσε τον ύπνο σου. Κι ο φόβος για το αύριο, για εκείνο το κάρμα που έχεις προδώσει κι οι ενοχές για τον άγγελό σου που κλαίει σε μια γωνιά τραντάζουν το κορμί σου με λυγμούς.
Με ένα μαχαίρι χαράζεις την παλάμη σου, γυρνάς το βλέμμα σου στο φεγγάρι κι ουρλιάζεις σα λύκαινα τις προσταγές σου.
Και το ξημέρωμα σε βρίσκει αποκαμωμένη, να αγγίζεις το αίμα που ακόμα σταλάζει στο χώμα και να προσεύχεσαι για σωτηρία, λήθη και συγχώρεση σε ένα Θεό που δεν πίστεψες ποτέ.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση