Άνοιξα το παραθυρόφυλλο.
Κοίταξα έξω, μακριά.
Αχός θανάτου, ηχώ πολέμου
Φτάνουν στ’ αυτιά μου από μακριά.
Είδα το Χάρο να πλανιέται
Πάνω στο μαύρο ουρανό
Κι άνοιξε τα δυο του χέρια
Να μ’ αγκαλιάσει και να χαθώ.
Κοίταξα μέσα στα δυο του μάτια
Κι είδα το αίμα να ρέει.
Φωτιά, θάνατος, πόνος
Σαν η ψυχή μου μονάχη της κλαίει.
Ψηλά το νέφος σκεπάζει τον ήλιο.
Εκεί στον ουρανό οι άγγελοι μένουν,
Ακούνε ιστορίες για άλογους ξένους.
Εκεί ψηλά τ’ αστέρια σωπαίνουν.
Στις χαραυγές ακούω τα σπαθιά
Που χτυπούν κάτω απ’ το παραθύρι μου.
Οι πυροβολισμοί δε με τρομάζουν πια
Κι ας πέφτουν μπροστά στο καντήλι μου.
Άνθισε τ’ όνειρο σ’ ένα λουλούδι,
Μα ο κατακτητής το πάτησε.
Χάθηκε τ’ όνειρο μέσα στο χώμα,
Πνίγηκε στο αίμα της καρδιάς που ράγισε.