Κουλουριασμένη στη μια γωνιά του διπλού κρεβατιού – όχι για να σου κρατήσω χώρο να ξαποστάσεις, αλλά έτσι απλά επειδή μου αρέσει – προσπαθώ να κοιμηθώ, μετά από μια νύχτα μεθυσμένη και κουραστική κι όμως τόσο διασκεδαστική κι αστεία. Έτσι κουλουριασμένη – με μια καρδιά αλήτισσα, που χτυπά δυνατά και γρήγορα, νιώθω σαν να κοντεύει να σπάσει τα δεσμά της και να φύγει απ’ το κλουβί της, να βγει από το θώρακά μου και να δραπετεύσει για πάντα απ’ το κορμί μου – πασχίζω να πάψω να χαμογελώ και να αναδεύω στο μυαλό μου σκηνές, αγγίγματα, σκόρπια στιγμιότυπα, όσα θυμάμαι κι όπως τα θυμάμαι, χωρίς καμιά χρονολογική σειρά. Παλεύω να βάλω το ενθουσιασμένο μυαλό μου σε τάξη, αυτό που ταξιδεύει και τρέχει με χίλια, σε δρόμους άδειους, κάπου να φτάσει, ίσως και πουθενά, ίσα ίσα για την ταχύτητα.
Όσο δε θέλω να ονειρεύομαι, να βιάζομαι, τόσο με τα μάτια μου ορθάνοιχτα φαντάζομαι και θέλω τα πάντα. Όλα μαζί σου, μια νύχτα σαν την αποψινή. Όλα γρήγορα, με ταχύτητες τρελές, γιατί δε θέλω να ζω για το αύριο. Μη φοβηθείς, μα ξέρω πώς να τα πάρω. Όλα δικά μου, γιατί έτσι θέλω, γιατί πάντα μου ανήκαν, γιατί είμαι κακομαθημένη.
Δε θέλω να περιμένω. Είμαστε εδώ τώρα, δυο χάρτινα φαναράκια που πετάνε μακριά στον ουρανό. Για πόσο θα ταξιδεύουν δίπλα δίπλα δεν ξέρω να σου πω. Και δε με νοιάζει. Δε θέλω να σ’ αποκτήσω με χρονοδιάγραμμα. Σε θέλω εδώ κι όσο πάει, όπου πάει. Σαν τον αγέρα που μας φυσά εκεί ψηλά. Θέλω να σ’ ερωτευτώ πολύ, να σε νιώσω στο σώμα μου, να σ’ αγγίξω αχόρταγα, να σ’ αγαπήσω βαθιά, να σε έχω δικό μου εγώ και μόνο. Όλα πολύ. Γεννήθηκα για αποκλειστικότητες.
Κουλουριασμένη στη μια γωνιά του διπλού κρεβατιού, ανταποκρίνομαι στο άγγιγμά σου με ένα αναψοκοκκινισμένο χαμόγελο ανακούφισης, εκτόνωσης, ευχαρίστησης και έχω μια διάθεση να γουργουρίσω, σα γατί καλά φροντισμένο στα χέρια του ιδιοκτήτη του.
Κι όλα όσα θέλησα στην αγκαλιά μου, απόψε, δικά μου, για λίγες στιγμές ή μήπως όχι;