Μια ζωή αλητεία, μια ζωή σβησμένα τσιγάρα στο τασάκι κι άλλα που μύριζαν λιβάνι στα χείλη σου. Μια ζωή άδεια ποτήρια ουίσκι παρατημένα στο τραπέζι. Μια ζωή ροκ μελωδίες που ούτε σε γέμιζαν ούτε αδιάφορο σε άφηναν, απλώς για λίγη συντροφιά στην οργή σου το ραδιόφωνο ούρλιαζε στα αυτιά σου και τα δικά μου.
Μια ζωή που τα “Όχι” ήταν σίγουρα περισσότερα από τα “Ναι” και τα όνειρα μοιάζαν προδομένα. Ήσουν λίγο αντιδραστικός και λίγο αναρχικός. Ήσουν ελεύθερος. Δεν υπήρχε λόγος να κάνεις όνειρα. Πραγματικότητα δε θα γινόταν κανένα. Η μοίρα μου είχες πει είναι γραμμένη στ’ άστρα κι εγώ τα κοίταζα τις νύχτες για να τη διαβάσω.
Μια ζωή μια μικρή κατάθλιψη γιγαντωνόταν μέσα στα σωθικά σου. Δεν είναι τίποτα, μου είχες πει, λίγη μελαγχολία.
Έτσι οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να γράψουν μόνο.
Στα τσιγάρα και στα ποτά έψαχνες να βρεις τη λύση σου μερόνυχτα κι εγώ δεν έβρισκα τρόπο να βοηθήσω. “Θα τα καταφέρω μόνος, μου είπες. Μπορώ. Μη φοβάσαι.”. Κι όλο έγραφες, έγραφες, χωμένος μέσα σε εκείνο το χαρτομάνι που δεν μπόρεσα ποτέ να συμμαζέψω κι ύστερα σε μια γωνιά με την κιθάρα πάλευες ώρες ολόκληρες να φτιάξεις κάτι μουσικές που με αιχμαλώτιζαν και με πονούσαν σα μαχαίρι στην καρδιά.
Πάνω σε εκείνη την παλιά μοτοσυκλέτα, που σου είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου διαθήκη, κάπως έτσι σε θυμάμαι. Με εκείνο το μουσάκι που σε έκανε να δείχνεις λίγο σκυθρωπός και φοβερός, με τα μαλλιά σου να τινάζουν ανακατεμένα αστεία κι όμως τόσο ερωτικά, με το τσιγάρο να καίει και ένα χαμόγελο αγνό και λίγο διεστραμμένο, με ένα ξεβαμμένο σκισμένο τζιν που το είχαμε πετσοκόψει με το ψαλίδι ένα βράδυ για στυλ, με το δερμάτινο άγριο τζάκετ με φερμουάρ στραβά και μισοχαλασμένα που το είχαμε αγοράσει μαζί από ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι, και με εκείνα τα χοντρά μαύρα μποτάκια με τα καρφιά.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια που με κοίταζαν μελωμένα, με τόσο έρωτα, τόση στοργή, τόση αγάπη, με θαυμασμό και ζήλεια, με φόβο και πάθος, με ανησυχία και θλίψη. Εκείνα τα μάτια σου τα παιδικά. Καστανά ή μαύρα ή καμιά φορά λίγο πράσινα. Με τη διάθεση σου μου φαίνεται άλλαζαν χρώμα.
Μια ζωή αλητεία κι εγώ μαζί σου.
Να καταστρέφεσαι κι εγώ να σε κοιτάζω.
Μια ζωή αλητεία, η φωνή σου χοντρή και βραχνή και ο καπνός να με πνίγει. Τα μάτια μου κόκκινα, τα ποτήρια να αδειάζουν, τα μάτια σου να σβήνουν κι οι μαύροι κύκλοι να μεγαλώνουν και σα μαύρες τρύπες να ρουφάνε κι εσένα κι εμένα που σε κοίταζα μονάχα. Η ανάσα σου στο στήθος μου τα πρωινά βαριά, ανήσυχη. Σε μια αγκαλιά κουλουριασμένος να κρυώνεις. Κι εγώ μόνη. Δεν ήσουν στ’ αλήθεια εκεί.
Καβάλα στη μοτοσυκλέτα και στους δρόμους μια βόλτα. Ελευθερία. Τα μαλλιά να ανεμίζουν και να μπλέκονται, ο αέρας να μαστιγώνει τα πρόσωπά μας κι εσύ να τρέχεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Έπειτα στην πλατεία, ανεβασμένοι στο παγκάκι με δυο μπουκάλια μπύρα. Κι εκείνα τα φιλιά σου τα κλεμμένα που μύριζαν καπνό και αλκοόλ. Εκείνα τα χέρια σου που σαν τανάλιες φυλάκιζαν το κεφάλι μου μόνο και μόνο για να ψάξουν εξονυχιστικά τα μάτια μου.
Γεια σου ρε αλάνι, σου φώναζε που και που κανένας γνωστός κι εσύ ένευες με συγκατάβαση. Ούτε μια λέξη. Θυμάμαι μου είχες πει “Τα λέει όλα η σιωπή.”. Και μοιραζόμασταν τις μπύρες, τη σιωπή και κανένα τσιγάρο στα κλεφτά.
Μόνο εσένα έχω,
σου είχα πει ένα βράδυ. Κρατήσου. Αν όχι για σένα κάντο για μένα.
“Μη φοβάσαι. Θα περάσει. Κι αν δεν περάσει δεν πειράζει. Εγώ σ’ αγάπησα. Κι εσύ μ’ αγάπησες. Αυτό μας φτάνει. Δεν υπάρχει για πάντα. Δεν υπάρχουν όνειρα για ουτοπίες γιατί σε ξέρω και με ξέρεις. Κι όταν τελειώσουμε θα μείνει η αγάπη.”
Μια ζωή αλητεία.
Κι εγώ μόνη να συνεχίζω από εκεί που με άφησες, να αλλάζω, να βολεύομαι, να σε ξεχνάω, να σε κρύβω. Να φτιάχνω εκείνη τη ζωή που νόμιζα πως θα έφτιαχνα μαζί σου.
Που και που, όταν φοβάμαι, ξεπηδάει στο νου μου τις νύχτες εκείνη η εικόνα με σένα και τη μοτοσυκλέτα και τότε κλαίω γιατί δεν είμαι πια αυτό που αγάπησες, αυτό που εξιδανίκευσες, γιατί σε πρόδοσα και δε σου αξίζω. Ναι, η αγάπη μένει. Κι ο πόνος είναι πάντα εκεί.