Ολοένα ρωτάς γιατί. Δεν μπορείς λες να καταλάβεις. Πολύ φοβάμαι πως δε σε ένοιαξε ποτέ στ’ αλήθεια. Απλά θέλεις να έχεις άποψη για όλα και οποιαδήποτε άποψη διαφορετική από τη δική σου είναι παράδοξη, απίστευτη, μάλλον χαζή.
Κοιτάζεις την εφημερίδα σου κάπως αφηρημένα και τάχα με κάποιον στοχασμό μου λες… “Πολλές αυτοκτονίες. Γιατί; Κρίμα, ρε παιδί μου.”.
Ναι, ναι… ξέρω. Έχω ακούσει κι άλλους σαν εσένα, με την απάθεια στη φωνή, να κρίνουν τα πάντα. Ίσα για να βγαίνω από τα ρούχα μου, οργισμένη, με μια φωτιά στα σπλάχνα, σα τη γυμνόστηθη Ελευθερία του Ντελακρουά που οδηγεί το Λαό.
“Κρίμα, να μη σέβεσαι τη ζωή που σου δίνει ο Θεός. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από τη ζωή. Όλα μπορείς να τα παλέψεις. Μα δε σκέφθηκε την οικογένειά του;”
Αυτά και άλλα τόσα που αν τα ξαναθυμηθώ μπορεί πραγματικά να με παρασύρει ο άκρατος συναισθηματισμός μου και να σου κάνω ένα κήρυγμα δίχως προηγούμενο. Μα τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, εσύ συγκεκριμένα, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις.
Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε.
Όχι, γλυκέ μου. Μην κρίνεις γιατί δεν ξέρεις. Γιατί δε σε ενδιέφερε, γιατί δε ρώτησες, γιατί δε σου έτυχε, γιατί εσύ είσαι καλά, περνάς καλά, ή απλά γεννήθηκες ένας τυχερός σταρχιδιστής.
Μην κρίνεις, γιατί δεν αντιμετώπισες ποτέ ούτε την κατάθλιψη, να μην αντέχεις να σηκωθείς από το κρεβάτι σου, να πονάει το κορμί σου, να μην έχεις λόγο να υπάρχεις, να μη θες τη ζωή σου. Δε γνώρισες τι θα πει αγχώδης διαταραχή, να αγχώνεσαι τόσο που το κορμί σου να σου δίνει μηνύματα να σταματήσεις κι εσύ να τρομοκρατείσαι πως είσαι άρρωστος και να φοβάσαι και ν’ αγχώνεσαι ακόμη περισσότερο, κι ύστερα φαύλος κύκλος.
Εσύ δεν έζησες ούτε καν μια μικρή μελαγχολία, ούτε ένα φόβο πως οι δουλειά δεν πάει καλά, ούτε πως η αγάπη σου δε σε σκέφτεται ή πια δε σε ποθεί. Εσύ δεν ξέρεις αλλά κρίνεις. Μου λες γιατί, με ύφος υπεροπτικό.
Ψάχνεις να βρεις τους λόγους. Ερωτική απογοήτευση;
Ακόμα κι έτσι να είναι, κι εσύ να μην το βρίσκεις σοβαρό, ξεχνάς πως των ανθρώπων τα προβλήματα μπορεί να μοιάζουν για σένα αστεία αλλά είναι για εκείνους πολύ πιο σοβαρά.
Βλέπεις ανθρώπους να χαμογελούν γλυκά και να γελούν δυνατά μα τα μάτια τους θλιμμένα παλεύουν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα με τα τέρατα και τους δαίμονές τους. Αλλά εσύ δε βλέπεις… κι είναι τα μάτια καθρέφτες της ψυχής. Εσύ κοιτάζεις αλλού όμως, όχι στα μάτια.
Αναρωτήθηκες ποτέ, τις δικές τους καρδιές τί ή ποιος τις πλήγωσε, τί τις κομμάτιασε κι αν είναι ποτέ δυνατόν αυτές οι ψυχές να μπαλωθούν, έστω και να προχωρήσουν.
Μάθε γλυκέ μου, πως και η ψυχή ασθενεί και τούτες οι ασθένειες είναι πιο σοβαρές. Κι αν δείχνουμε δυνατοί, δε σημαίνει πως πρέπει να φορτωθούμε τα βάρη του κόσμου όλου. Κι αν δείχνουμε ευαίσθητοι, δε σημαίνει πως η ευαισθησία μας είναι μιας κάποιας μορφής αναπηρία. Πίστεψέ με κάποιες φορές αυτοί οι υπερευαίσθητοι θα σε τρομάξουν με την ετοιμότητά τους να επιβιώσουν ή να σε προστατέψουν.
Έφτασες ποτέ στα όριά σου; Τα ξεπέρασες; Ποιος είσαι, έμαθες; Τι κάνεις, τι ονειρεύεσαι, πού πηγαίνεις;
Είναι κάποιοι άνθρωποι, γλυκέ μου, που δεν τους ξέρεις, που δε θέλησες να τους μάθεις, που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου, κάποιες νύχτες που εσύ μουρμούριζες πιωμένος κάτι λάγνο στο αυτί εκείνης που κρατούσες αγκαλιά.
Κατάλαβες, γλυκέ μου; Μη μου ξαναμιλήσεις εμένα για ψυχή. Γιατί περνούν στιγμές που απορώ αν έχεις.
Κι ύστερα οργίζομαι πολύ. Και δε θέλω να οργίζομαι, γιατί είμαι ένας άλλος άνθρωπος που ως τώρα δεν έχεις συναντήσει και τρομάζει κι εμένα την ίδια. Γι’ αυτό μην κρίνεις τους ανθρώπους, αν δεν χτυπήσεις την πόρτα τους, αν δεν σου ανοίξουν τις καρδιές τους, αν δεν προσπαθήσεις να τις γεμίσεις με αγάπη και τα μυαλά τους με όνειρα κι ελευθερία.