Οι άγνωστοι

Τώρα δηλαδή, εμείς είμαστε ξένοι;

Δε σε γνωρίζω, δε με γνωρίζεις;

Στη ζωή μου δεν υπήρξες ποτέ, τα μαλλιά μου δεν τα έχεις χαϊδέψει όπως χύνονταν κατάξανθα κύματα πάνω στα γόνατά σου, τα μάτια μου δεν τα έχεις κοιτάξει με θαυμασμό, δεν ερωτεύτηκες ποτέ τις ρυτίδες στο πλάι των ματιών μου, εκείνες που έλεγες, αποδείκνυαν τα ειλικρινή χαμόγελα;

Έτσι πρέπει να είναι.

Ίσως εγώ καλά να μη θυμάμαι.

Μα δεν είσαι εσύ που έκανες το κορμί μου να αναριγεί σε κάθε σου άγγιγμα, από πόθο και λαχτάρα, από ευτυχία και ηδονή, δεν μου έκανες έρωτα κι ύστερα στα κουλουριασμένα μας σεντόνια με κρατούσες αγκαλιά μυρίζοντας τα μαλλιά μου και έπινες το κρασί σου ενώ γέμιζα συννεφάκια καπνού το δωμάτιο;

Λάθος μάλλον κάνω.

Δε σε θυμάμαι, ούτε το πρόσωπό σου, ούτε το όνομά σου.

Μόνο που… σίγουρα δεν είσαι εσύ, που πάλευες να μάθεις ποια είμαι και ταυτόχρονα μου κρυβόσουν; Σίγουρα δεν είσαι εσύ, που μου ψιθύριζες όνειρα στ’ αυτί κι ήθελες να ταξιδέψουμε μαζί όλο τον κόσμο;

Συγγνώμη. Σας πέρασα για κάποιον άλλο. Που ήθελε να με γνωρίσει κι όχι να με κατακτήσει, που ήθελε να παίξουμε παιχνίδια σε μια παιδική χαρά σαν ανέμελα παιδιά κι όχι παιχνίδια στρατηγικής ανάμεσα σε ενήλικα μυαλά…

Μα δε γίνεται να μην είσαι εσύ. Αλλά αν είσαι εσύ, πως γίνεται να με προδώσεις έτσι; Να με παρασύρεις στο όνειρο κι ύστερα απλά να χαθείς δίχως μια εξήγηση, μια λέξη, μια απάντηση… μόνο γιατί και θυμός.

Κι αν δε σε ξέρω, δεν έχω μάθει ούτε εμένα. Γιατί μαζί σου ανακάλυψα πτυχές του εαυτού μου αθώες, παρθένες και ανεξερεύνητες.

Κι αν στο δρόμο σε δω, δε θα σε χαιρετήσω, γιατί δε γίνεται να είμαστε φίλοι, αφού πια δε σε εμπιστεύομαι κι αφού δε σε γνωρίζω. Κι ίσως φοβάμαι να μη θυμηθώ όλα όσα άφησα στη λήθη, όλα όσα σε αφορούσαν. Γιατί πρέπει να ξεχάσω, για να προχωρήσω, να σε αφήσω πίσω, να σε σβήσω, σαν να μην υπήρχες ποτέ αλήθεια.

Δυο άγνωστοι είμαστε. Ίσως κάποτε να καταφέρουμε να ξανασυστηθούμε…

Δείτε ακόμη...

Απάντηση