Νυχτερινές περιπλανήσεις στα άδυτα του ερωτευμένου μυαλού, περιπολίες στου ασυνείδητου το συνονθύλευμα που πρέπει να κρατηθεί καλά κρυμμένο. Για δες όμως αυτό το αλκοόλ πόσο εύκολα ανοίγει πόρτες που παλεύεις να κρατήσεις αμπαρωμένες. Πόσο τους φόβους σου εξαφανίζει και σε μαρτυρά με τρόπους που θα μετανιώσεις ίσως αύριο. Λίγο τα βλέμματα που πετάνε σπίθες, λίγο το χτυποκάρδι που γίνεται γοργό και δυνατό, λίγο τα χέρια σου παγωμένα που άρχισαν να τρέμουν, λίγο το τσιγάρο σου που ανάβει πάνω στο προηγούμενο, λίγο η ζήλια που κυριεύει το νου σου, λίγο η οργή που γίνεται φωτιά και σε καίει κι εσύ παλεύεις να μη φανείς, να δείξεις ανωτερότητα, να εξαφανίσεις σε ένα χαμόγελο τόσα συναισθήματα που πνίγουν ξαφνικά τη φωνή σου. Λίγο λίγο, μαζεύεται ένα βουνό που πέφτει στο στήθος σου και σου κόβει την ανάσα.
Προσπαθείς τόσο πολύ να υποκριθείς πως δε σε νοιάζει γιατί είστε μόνο φίλοι. Προσπαθείς τόσο πολύ που κουράστηκες. Πόσο θα αντέξεις; Χαμηλώνεις το βλέμμα, να μη δει κανείς τα μάτια σου, που ως τώρα έσταζαν μέλι. Πώς να παραδεχτείς την ήττα σου όταν εκείνος δίπλα σου χορεύει στο ρυθμό κάποιας άλλης; Κι εκεί που προσπαθείς με νύχια και με δόντια να κρατήσεις μια στάση φιλική, μια στάση αξιοπρέπειας, στρέφεις τα μάτια σου τριγύρω στο σκοτάδι κι αφήνεσαι στη μουσική που δονεί το κορμί σου, πίνεις ακόμα λίγο απ’ το ποτό σου και σε ζαλίζει ο θυμός και σε πονάει το όνειρο που χάνεται εδώ μπροστά στα μάτια σου. Γιατί το αλκοόλ δίνει μορφή σε διαπιστώσεις που δεν παραδεχόσουν ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό, ανοίγει παράθυρα και πόρτες στο ασυνείδητο που ως τώρα δεν άφηνες να μπει φως ούτε από τη χαραμάδα. Και λες στην καρδιά σου πως ήρθε η ώρα να φύγει , τώρα που ακόμα μπορεί να απαγορεύσει στον εαυτό σου να ουρλιάξει. Πληρώνεις το ποτό σου γρήγορα, φοράς το παλτό σου, ντύνεσαι κι ένα χαμόγελο ψεύτικο με τη ζήλια να κατατρώει ολόκληρο το είναι σου και παλεύεις στο μεθύσι σου να ψελλίσεις πώς κουράστηκες και να πεις αντίο.
Μα είσαι ανοιχτό βιβλίο, ανόητη. Δεν μπορείς να κρυφτείς. Πνίγεσαι. Θέλεις να χωθείς γρήγορα στη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο και να βάλεις τα κλάματα, χτυπώντας τα χέρια σου πάνω στο τιμόνι.
Νομίζεις πώς μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν; Ούτε καν εκείνον. Πώς θα κατάφερνες να φύγεις έτσι απλά με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να δει τα μάτια σου; Ανόητη…
Τραβά το πρόσωπό σου προς το μέρος του και σε κοιτά στα μάτια. Δεν προλαβαίνει να ρωτήσει γιατί φεύγεις και πού πας. Του τα έχεις πει όλα. Κι εκείνος ξέρει. Ποτέ δεν ήσασταν φίλοι. Απλώς παίζατε μέχρι να πέσουν οι άμυνες, απλώς δοκίμαζε τα όριά σου, απλώς προσπαθούσε να καταλάβει τι θέλεις, να σ’ αναγκάσει να πατήσεις τους φόβους σου, να σε φέρει αντιμέτωπη με τον έρωτα του. Γιατί κι εκείνος φοβόταν να σε χάσει κι η βιασύνη θα ήταν σίγουρα εχθρός σ’ αυτή τη μάχη. Γιατί ήσουν πάντα δική του χωρίς να το ξέρει κανείς.
Πόσο γρήγορα μιλάνε τα μάτια και πόσα μπορούν να διηγηθούν; Δεν έχει περάσει ούτε λεπτό.
Φιλί, καπνός, αλκοόλ, φώτα που παίζουν ρυθμικά. Ένα μικρό ηλεκτροσόκ και ξανά τα μάτια του.
Πληρώνει το ποτό του, φορά το παλτό του, εσύ τρομαγμένη ξαφνικά κι απορημενη. Όταν ζωντανεύουν τα θέλω έρχεται πρώτα ο τρόμος της αλλαγής κι ένας σεισμός που γκρεμίζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Σε αρπάζει απ’ τους ώμους, ψιθυρίζει “Πάμε.” και βρίσκεσαι κολλημένη στο πλευρό του να ακολουθείς τα βήματά του, με το μπράτσο του να τυλίγει το κορμί σου. Σταματάς απότομα. Η φωνή σου θέλει να ρωτήσει “Πού πάμε;”, αλλά δεν ακούγεται τίποτα όταν ανοιγοκλείνεις το στόμα σου. Σε κοιτά, που ακόμα είσαι λίγο χαμένη, σκύβει στο πρόσωπό σου. Ξανά φιλί.
Γιατί φοβάσαι τόσο; Αυτό δεν ήθελες; Τα μάτια του άρχισαν να ανησυχούν πως έχουν κάνει λάθος. Ξύπνα!
Απλώνεις τα παγωμένα δάχτυλα σου κι αγγίζεις το μάγουλο του, σαν να άρχισες να ζωντανεύεις ξαφνικά. Αρχίζει το αίμα να κυλά στις φλέβες σου κι η καρδιά σου να χτυπά. Χαμογελάς ανακουφισμένη, τον κοιτάζεις στα μάτια. Φεύγουν τα σύννεφα. Δε σε νοιάζει τίποτα. Ό,τι γίνει. Θα πάρεις το ρίσκο και το αύριο δε θα το σκεφτείς. Φιλί. Το πρώτο δειλό. Το δεύτερο πιο αποφασισμένο. Το τρίτο της απόλυτης παράδοσης. Βουλιάζεις στα χέρια του. Χωρίς φανφάρες και δηλώσεις. Χωρίς σ’ αγαπώ.
“Πάμε.”, θα πεις.
Γρήγορη η διαδρομή ως το σπίτι. Η πόρτα ανοίγει κι όλα τα ρούχα στο πάτωμα. Δε σε νοιάζει τη γύμνια σου να κρύψεις γιατί απόψε ξεγύμνωσες αλήθεια την ψυχή σου. Βρε ανόητη, εκείνος είχε γδύσει την ψυχή σου εδώ και καιρό, είχε κοιτάξει καλά όλα της τα σημάδια, την είχε αγγίξει τρυφερά, την έντυσε ξανά και περίμενε.
Εδώ είσαι μικρή μου. Εδώ που σου έπρεπε. Όταν ξημερώσει βλέπουμε. Πάψε να ανησυχείς για το αύριο. Ίσως να είναι η αφετηρία πολλών πρωινών που θα ξυπνήσεις χωρίς συλλογισμούς, χωρίς μετάνοιες, ελεύθερη, στη μόνη αγκαλιά που ξέρει πώς να κλείσει γύρω σου και θα αντικρίσεις τα μόνα μάτια που σε βλέπουν αληθινά.