Παράξενο που είναι… Τόσο πολύ παράξενο…
Να σε αφήνω πίσω, ενώ δε θέλω. Να σε ξεχνάω, ενώ είσαι όλη μέρα κάτοικος του νου μου – σ’ ένα μικρό αυθαίρετο δυάρι (Δεν είχα χρήματα να χτίσω κάτι μεγαλύτερο, δεν είχα ανάκαρα, είχα λίγα όνειρα παραπάνω, μα μόνη μου πώς να χτίσω παλάτι;).
Παράξενο… Θεέ μου πόσο παράξενο….
Να σβήνει η μορφή σου, να μη θυμάμαι τα μάτια σου (εκείνα τα μάτια με κρατήσαν ζωντανή κάτι βράδια επικίνδυνα και σκοτεινά, που
μετεωριζόμουν στο πουθενά, πιωμένη και μόνη, ανάμεσα στο θάνατο και την κόλαση – χωρίς παράδεισο μήτε καν καθαρτήριο.).
Πώς είναι δυνατόν;
Θα έδινα για σένα ως και την ίδια τη ζωή μου (Έτσι κι αλλιώς δεν της έδωσα και ποτέ ιδιαίτερη αξία, σου τη χαλάλιζα δίχως δεύτερη σκέψη. Έλεγα σου άξιζε, σε σένα μονάχα.).
Πώς γίνεται;
Και τώρα μακριά σου, να φεύγω. Εγώ που έψαχνα τρόπο να’ ρθω λίγο κοντά σου (Ίσα να σε κοιτάξω κι ας μη μπορώ να σ’ αγγίξω, ίσα να σ’ αγαπάω – μόνη μου – κι ας μη σε είχα στ’ αλήθεια ποτέ. Θυμίζεις λίγο ηρωίνη. Μα δε με νοιάζει να χαθώ.).
Κι είναι στ’ αλήθεια παράξενο…
Να λέω όχι και ποτέ. Να λέω τίποτα. Εγώ. Εγώ που πίστευα στο ναι, στο πάντα και στο όλα (Αν ήμουν εγωίστρια, από τις στάχτες μου θα’χα αναγεννηθεί σα φοίνικας περήφανος, μα εγώ για σένα δε λογάριαζα μήτε Θεό.).
Παράξενος τούτος ο κόσμος, καρδιά μου.
Δε με δίδαξε και πολλά. Δε φτιάχτηκε για να ανταμώσουμε εσύ κι εγώ. Απλά τον ονειρεύτηκα ένα βράδυ, με ένα ποτό, ένα τσιγάρο και τα χέρια σου τυλιγμένα γύρω μου (Ξεχνάω τη ζεστασιά του κορμιού σου, λησμόνησα και τη φωνή σου. Θα σβήσεις κάποια στιγμή σαν ένα πεφταστέρι κι όπως θα γράψεις μια πορεία στον ουρανό θα ξεχαστεί πως υπήρξες ποτέ.).
Παράξενη κι η ζωή, παράξενη κι εγώ.
Να μη μαθαίνω από τα λάθη, να μη φοβάμαι, να ορμάω μποστά σε χαμένο πόλεμο, να γραπώνομαι από ένα συρματόπλεγμα με τα χέρια ματωμένα (Την καρδιά γρατσουνισμένη, σκισμένη, μπαλωμένη. Δε με νοιάζει. Ακόμα σε ζητώ κι ας μην έρθεις.).