Στα ανοιξιάτικα, ηλιόλουστα πρωινά, ανοίγω το παράθυρό μου, κοιτάζω τη θάλασσα και ψιθυρίζω “Καλημέρα, αγάπη μου!”. Πότε μανιασμένη, με τους αγέρηδες να παίζουν μαζί της κι εκείνη να θυμώνει και να εξαπολύει επίθεση με τα αφρισμένα χέρια της, τα κύματά της… Πότε ήσυχη, σαν παιδί μετά την αταξία, μου γνέφει κι εκείνη μια καλημέρα, κι ακούγεται ένας απαλός παφλασμός καθώς αφήνεται ήρεμη, να ακουμπήσει στα βράχια να ξαποστάσει.
Στα καταγάλανα νερά της βλέπω τα μάτια σου. Εκείνα τα μάτια που έχω μέσα μου. Εκείνα τα μάτια που είναι τόσο μακριά και μια φωτογραφία μονάχα τα θυμίζει, τώρα που η μορφή σου ξεθωριάζει και ξεβάφει στο νου μου, γιατί ο χρόνος δουλεύει σαν ακετόνη.
Γι’ αυτό ανοίγω το παράθυρο και της φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ “Καλημέρα, αγάπη μου!”. Για να σου φέρει τα λόγια μου, τα δάκρυά μου, ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Ξέρει εκείνη. Σαν ταχυδρόμος πολλές φορές ακούραστα εργάστηκε. Ένα σωρό μηνύματα σου στέλνω, πότε σημειώματα και ραβασάκια μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, πότε χάρτινες βαρκούλες που βυθίζονται λίγο πιο πέρα, πότε τη φωνή μου, πότε το φιλί μου, τη γεύση των χειλιών μου, την ανάσα μου σε μπουρμπουλήθρες. Μα είναι φορές που τη μισώ σα θάνατος αυτή τη θάλασσα και τη βασανίζω αχόρταγα, τη χτυπώ αλύπητα, με πέτρες και θαλασσόξυλα, γιατί δεν φέρνει πίσω καμιά απόκριση κι άλλοτε γιατί εκείνη μου φταίει, όλα μου φταίνε που είμαστε τόσο μακριά.
Μου έχεις λείψει. Έρωτας είσαι εσύ, ο κόσμος όλος μονάχος σου κι εγώ στα μανιασμένα σου τα κύματα βυθίζομαι. Έτσι σ’ αγάπησα, σαν τούτη τη θάλασσα, ήθελα, δεν ήθελα. Η πλάση όλη κακόκεφη, σαν είσαι μακριά κι η μοναξιά λίγο λίγο με σώνει σαν κερί, που καίει αδιάκοπα τη νύχτα. Ως πότε θα σου φέγγω;
Τις νύχτες στο παράθυρο στέκομαι κι αναμένω, αν ίσως και φανεί στον ορίζοντα ένα φως, να’ ναι καράβι να σε φέρει πίσω, να βγω και να της δώσω ένα φιλί και με την αλμύρα της στα χείλη μου να σου φωνάξω “Είμαι εδώ, αγάπη μου!”. Τα αστέρια, τα κοιτώ, να καθρεφτίζονται στα μαύρα της νερά τις νύχτες, σαν να σου φτιάχνουν χάρτη και το φως του φεγγαριού δρόμο ν’ ανοίγει να γυρίσεις. Νεράιδες, μου είπες κάποτε, παίζουν σ’ αυτόν του φεγγαριού το δρόμο. Μην τύχει κι αποκρίθηκες σε κάλεσμα δικό τους; Γιατί αργείς;
Ξημερώνει πάλι κι εγώ στο παραθύρι, έτοιμη να στείλω ακόμη μια καλημέρα. Τελευταία φορά. Κι αν δεν έρθεις κι απόψε ορκίζομαι θα βουτήξω και θα έρθω να σε βρω. Γιατί καμιά θάλασσα δε μπορεί να μας κρατήσει χώρια. Αυτά τα μάτια δεν αντέχω άλλο πια να τα στερούμαι. Όσο αντέξω, θα κολυμπήσω και θα σε ψάξω κι αν κουραστώ, θα αφεθώ κι ας βυθιστώ. Καμιά αξία δεν έχει μακριά σου να ζω.