Polaroid

Κρατώ στα χέρια μου μια Polaroid και νιώθω μια χαρμολύπη, βλέποντας τα πρόσωπά μας. Μια φωτογραφία της “στιγμής” που πήρε ώρες να τη φανταστούμε, να τη σκηνοθετήσουμε. Να ποζάρουμε, να ρυθμίσουμε το φωτισμό. Να μοιάζει ανέμελη, απλή και καθημερινή. Να δείχνει χωρίς κόπο, αβίαστη, ατημέλητη, αληθινή.

Μια φωτογραφία που θα κρεμάσω στο ψυγείο πίσω από ένα μαγνητάκι για να την κρατά πάντα εκεί. Ή ακόμη καλύτερα, θα τη φωτογραφίσω με το κινητό μου τηλέφωνο και θα την ανεβάσω στο Instagram. Να λέω πόσο όμορφα είχαμε περάσει. Να διαστρεβλώσω στο μυαλό μου την ανάμνηση. Να μοιάζουν όλα τέλεια. Ραφιναρισμένα. Όπως επιτάσσει η μόδα, τα κοινωνικά δίκτυα, η μεγαλομανία μας να δείξουμε τέλειοι. Κοινωνικά αποδεκτοί.

Φαίνεσθαι όχι είναι. Αυτό είναι που βάλαμε μπροστά μας. Αυτό είναι που μας ενδιέφερε.

Αυτό μας έμεινε.

Φωτογραφίες. Να αναρωτιόμαστε πώς χάλασε τούτο το γλυκό αφού ήταν όλα υπέροχα. Σχεδόν influencers. Ποιον επηρεάζαμε μη ρωτήσεις. Όλους εκείνους που το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας τους ανάγκαζε να ζηλεύουν την πλαστική ζωή μας.

Να μη θυμόμαστε πως είχες να μ’αγγίξεις για μήνες. Να μη θυμόμαστε πως δε μου χαμογελούσες. Να μη σκεφτόμαστε πως κάτι βράδια σε είχα πιάσει να μιλάς με μια Μαρία από τη δουλειά, με μια Ελένη από ένα μπαρ.

Να κάνω πως δεν ξέρω πως όταν σου ζήτησα να τραβήξουμε εκείνη τη φωτογραφία γύρισες τα μάτια σου με απελπισία και λίγο θυμό, βαριεστημάρα και παραίτηση. Γιατί κι όταν με κοίταζες, δε με έβλεπες πια.

Γιατί τη θέση της εφημερίδας που σχολιάζαμε μαζί τα νέα όταν τρώγαμε πρωινό στο τραπέζι μας κι εγώ καθισμένη στα γόνατά σου με ένα κρουασάν στο στόμα μου και τα μπρατσα σου γύρω μου, την πήρε πια η οθόνη του κινητού σου. Κι εγώ απέναντι σε μια άλλη καρέκλα πια να κάνω scroll στη δική μου οθόνη.

Γιατί δεν πήγαμε μια εκδρομή για να χαρούμε τη στιγμή. Κάναμε τα ταξίδια μας υποχρεωτικά. Δεν υπήρχε ανακάλυψη, χαρά, μονάχα μια ψεύτικη φιλμογραφία της επιτυχημένης μας ζωής. Μισούσες τα μουσεία, όσο εγώ τα βουνά.

Κι η καθημερινότητα δεν πήγαινε πίσω.

Οι φίλοι μου δε σε γέμιζαν, οι δικοί σου ήταν κενοί. Καταλήξαμε να βγαίνουμε με κάτι ζευγαρωμένους που το μόνο που είχαν να μας πουν ήταν για την απίστευτη τελετή του γάμου τους και πόσο κόστισε η δεξίωση. Ύστερα πώς βρέθηκε στο δρόμο μας εκείνο το ζευγάρι που υστερικά κυνηγούσε τα παιδιά του και δεν τα άφηνε στιγμή μόνα χωρίς να τα παρακολουθεί τηλεφωνικώς, μήτε και ξέρω.

Είπαμε να πάρουμε ένα σκύλο για να δοκιμάσουμε να δούμε πώς θα τα καταφέρναμε σα γονείς. Μια παταγώδης αποτυχία. Όχι γιατί ήμασταν ακατάλληλοι ως πατρική και μητρική φιγούρα μα γιατί χωριό δεν κάναμε οι δυο μας. Ψάχναμε απλά να βρούμε μια καινούρια ενασχόληση να ταράξει τη ρουτίνα μας. Είχαμε βαρεθεί ο ένας τον άλλο.

Θα την κρατήσω την polaroid.

Να θυμάμαι τα λάθη μας. Δεν ήταν όλα χάλια. Μα από τα σωστά που κάναμε, μετράνε πιο πολύ τα λάθη. Κι αν το γυαλί ραγίσει δεν ανακαλύφθηκε ακόμα η κόλλα που θα κρύψει τα σημάδια, τις ρωγμές, θα αναγεννήσει τα κομμάτια που λείπουν.

Όλοι απορούν.

Μα πώς χώρισε τέτοιο ζευγάρι; Είχαν τα πάντα. Δεν τους έλειπε τίποτα. Σήμερα οι άνθρωποι δε δουλεύουν να χτίσουν τις σχέσεις τους. Φεύγουν με το παραμικρό. Δεν κάνουν λίγο πίσω.

Όχι δε μπορώ να κάνω πια υποχωρήσεις. Δεν γεννήθηκα για συμφωνητικά. Δε θα ζήσω για κανέναν. Δεν έχω χρέη. Τα τακτοποίησα. Ασυμβίβαστη και μη συμβατή. Αληθινή. Θα λέω στον καθρέφτη, καλημέρα.

Δείτε ακόμη...

Απάντηση