Αναρωτιέμαι τις νύχτες, όταν αδειάζει η ψυχή μου κι αφήνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Αναρωτιέμαι, αν θα μπορούσε η αγάπη σου να γίνει δυνατή βροχή, ορμητικός χείμαρρος, ποτάμι που βουϊζει, θάλασσα βαθιά. Να ξεπλύνει την ψυχή μου από τις τόσες αμαρτίες που έχω να με βαραίνουν, να με πνίγουν.
Φτάνει μονάχα η αγάπη, να μου δώσει συγχώρεση, να με φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην κάθαρση; Να σβήσει τα λάθη που’ χω κάνει σωρό και τα’ χω πικρά μετανιώσει; Να σβήσει κι εκείνα τα λάθη – τα μικρά και μεγάλα – που δεν τα’ χω νιώσει και που κατ’ εξακολούθηση πέφτω στο γκρεμό που μου φτιάχνουν;
Είναι η αγάπη σου τόσο δυνατή, που να μπορεί να με κρατήσει όρθια; Να με ισορροπήσει στο τεντωμένο σκοινί της ζωής μου; Να με βοηθήσει να μην παρασυρθώ στου ταραγμένου μου νου και της τρικυμισμένης μου ψυχής τα πάθη και τις ανασφάλειες;
Με ένα τσιγάρο στα χείλη μου να καίγεται γοργά και το δωμάτιο να γεμίζει καπνό που καίει τα μάτια μου, κοιτάζω ξαπλωμένη στο άδειο μου κρεββάτι, το απέραντο, λευκό, φρεσκοβαμμένο ταβάνι του δωματίου μου. Στη φυλακή που έχω φτιάξει μόνο για μένα, προσπαθώ ν’ ανασυντάξω τη σκέψη μου κι αναρωτιέμαι.
Ίσως η αγάπη να είναι τόσο δυνατή που να σου δίνει συγχωροχάρτι ή άφεση.
Μα είσαι εσύ το ίδιο δυνατός, που να μπορώ να γείρω στα μπράτσα σου και να νιώσω ασφάλεια; Να επιτρέψω στον εαυτό μου να ονειρευτεί και να οραματιστεί ένα μέλλον μαζί σου;
Είσαι τόσο δυνατός, που να μπορείς να προσπαθείς να με γνωρίσεις χωρίς να με κρίνεις; Χωρίς να τρομάξεις απ’ την αλήθεια μου, όταν με απογυμνώσεις από κάθετι που με κάνει θνητή και γήινη;
Είναι η αγάπη σου φτιαγμένη από τη στόφα των ονείρων; Είναι ο έρωτάς σου, ένας από εκείνους που με ταξίδεψαν τόσες φορές αποτυπωμένοι στις κίτρινες σελίδες των παλιών μου βιβλίων;
Αναρωτιέμαι… καθώς ο χρόνος περνά και προσπαθώ ν’ αφεθώ και να σου δοθώ χωρίς δικλείδες ασφαλείας, απόλυτα, ολοκληρωτικά, χωρίς το φόβο της απόρριψης, της προδοσίας, της μοναξιάς.
Υπάρχει τόση αγάπη ή μήπως το βλέμμα σου κι η ανάγκη μου να σε νιώσω, καμουφλάρουν το ψέμα της δικής σου αμαρτίας;