Πώς είδα τον κόσμο ολάκερο στα μάτια σου κι έγιναν οι συννεφιές κι οι μπόρες, μέρες ηλιόλουστες και περίπατοι δίπλα στο ποτάμι. Στο φως εκείνο μέσα στο βλέμμα σου, σε εκείνη την πονηριά και τη σπιρτάδα, σε εκείνη τη ζωντάνια και στο χαμόγελό σου που κρύβει γλύκα τόση, αφήνω όλες μου τις μικρές λύπες και εκείνες τις έγνοιες που με ταλάνιζαν εδώ και καιρό. Στην αγκαλιά σου αγκυροβολώ και χάνομαι στο απάνεμο λιμάνι μου· για πρώτη φορά μετά από καιρό νιώθω ήσυχη κι ασφαλής και τίποτα πια δεν θυμίζει φουρτούνα στ’ ανοιχτά, πανικό και χάος…
Σαν ήλιος που λούζει το κορμί μου, το χάδι σου. Μοιάζει να φτιάχτηκαν τα χέρια σου μόνο για να μ’ αγγίζουν. Και το φιλί σου εκείνο, μια ανάσα που καίει στο λαιμό μου, ο πόθος που γιγαντώνεται για νύχτες που δε θα ξημερώσουν ποτέ, για μέρες που δε θα αντέχω να σ’ αποχωριστώ. Εκείνο το τσιγάρο που μοιραζόμαστε κι η κούπα του καφέ κάθε πρωί με το σημάδι των χειλιών σου κι από πάνω λίγο από το κραγιόν μου. Στα μυστικά σου και στα δικά μου που δε θα χρειαστεί ποτέ να πούμε· φτάνει να κοιταχτούμε και τα λέει όλα η σιωπή και τα βλέμματα. Στους φίλους που μας βλέπουν σαν ένα, σε κάτι ανοιξιάτικες βόλτες ξυπόλητοι σε παραλίες ερημικές, στο γήπεδο, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, που με ντύνεις με το κασκόλ της ομάδας σου και ζητωκραυγάζω σαν τρελή, εκεί είναι ο έρωτας. Στην αγαπημένη μου φωτογραφική μηχανή που δε χορταίνει να απαθανατίζει πορτραίτα δικά σου, κομμάτια του κορμιού σου, αγαπημένες συνήθειες, παγώνει στο χρόνο στιγμές – γιατί ποτέ δε θέλω να ξεχάσω – βρίσκει μαγεία ακόμη και στον τρόπο που σταυρώνεις τα πόδια σου κάτω από το τραπέζι, εκεί τον βρίσκω τον έρωτα. Όταν περιφέρω τη γύμνια μου σε ολόκληρο το σπίτι, μονάχα με το γαλάζιο σου πουκάμισο φορεμένο και τα μανίκια πρόχειρα μαζεμένα, γιατί τόσο μου πηγαίνει και μυρίζει το άρωμά σου το μεθυστικό, σου αφήνω σημειώματα με χρωματιστά, αυτοκόλλητα χαρτάκια στο ψυγείο, φιλιά κόκκινα στον καθρέφτη και το αγαπημένο σου τσάι στο τραπέζι της κουζίνας πριν φύγω… κι εκεί έρωτας είναι.
Στα πυροτεχνήματα και τις εκρήξεις, κάθε φορά που μέσα στο σώμα μου βουλιάζεις. Κάθε φορά που σε θέλω με έναν πόθο ασίγαστο, τρομακτικό, απελπισμένο. Κάθε φορά που με κρατάς σφιχτά σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να μη χορταίνεις έρωτα.
Κρατάς τα χέρια μου σφιχτά, στην οθόνη παίζει η αγαπημένη μας ταινία κι εγώ γελάω καθώς θυμάμαι εκείνο το πρώτο μας μεθύσι μαζί.
Είναι αστείο πώς ποτέ δεν είχα φανταστεί εμάς τους δυο μαζί. Ως εκείνο το μεθύσι. Ως εκείνη την αγκαλιά. Ως εκείνο το φιλί. Ως εκείνο το βλέμμα.
Πώς είδα τον κόσμο ολάκερο στα μάτια σου κι άρχισα πάλι να ζω.