Σ’ ένα θάλαμο παλιού νοσοκομείου,
Με τοίχους βαμμένους θαλασσί,
Παλιά, φθαρμένα, ξύλινα, λευκά ντουλάπια
Και σπασμένα κομοδίνα γεμάτα γρατσουνιές.
Σ’ ένα θάλαμο γεμάτο όνειρα κι ελπίδες,
Που μπαινοβγαίνει κόσμος…
Κόσμος πολύς.
Επισκεπτήριο δίωρο.
Να μοιραστείς τον πόνο,
Μ’ αυτούς που σ’ αγαπάνε
Κι έπειτα μοναξιά.
Οι νοσοκόμες περνούν που και που με λίγη μορφίνη,
Φερμένη σαν δώρο.
Ένα παράθυρο που βλέπει στο προαύλιο,
Αλλά δε φτάνεις για να δεις.
Δεν μπορείς να σηκωθείς.
Και φαντάζεσαι
Κήπους με σιντριβάνια,
Ανθρώπους να περνούν καλοντυμένοι,
Παιδάκια να παίζουν…
Ονειρεύεσαι ήλιους, μικρά συννεφάκια,
Ώσπου να αδειάσει κι άλλο ένα διπλανό κρεβάτι
Και να ξαναγεμίσει.
Κάποια στιγμή κι εσύ θα φύγεις…
Ελπίζεις!
Original content here is published under these license terms:
X
License Type:
Read Only
License Abstract:
You may read the original content in the context in which it is published (at this web address). No other copying or use is permitted without written agreement from the author.
Πέρασαν σχεδόν 30 χρόνια κι ακόμα να μεγαλώσει. Γαλουχήθηκε με παραμύθια και πιστεύει στον έρωτα σαν αθεράπευτα ρομαντική. Γράφει γιατί έχει ανάγκη να σβήσει τα πάθη της. Μερόνυχτα με ένα χαρτί κι ένα μολύβι ή ακουμπισμένη σε ένα πληκτρολόγιο. Φοβάται μήπως ξεχάσει και ξέρει πως "Scripta manent, verba volant.". Σιχαίνεται το πρωινό ξύπνημα και πίνει τον καφέ της γλυκό. Δε μετανιώνει, μόνο ονειρεύεται. Ελεύθερη κι αυθόρμητη. Πιστεύει στο καλό μέσα στους ανθρώπους.
"Νοημοσύνη είναι μόνο μία. Η συναισθηματική."