Σε μια αίθουσα αναμονής, καθισμένη στο μαύρο δερμάτινο καναπέ βουλιάζω χαμένη στη σκέψη και το άγχος μου. Γύρω μου κάτι κυρίες μεγάλης ηλικίας τιτιβίζουν αδιάκοπα ανούσια θέματα της καθημερινότητας, κακεντρεχή σχόλια για οτιδήποτε ξένο ή άγνωστο. Θέλω απεγνωσμένα να κλείσω τα αυτιά μου σε αυτή την απεριόριστη βαβούρα ή να σηκωθώ και να ουρλιάξω, αλλά οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. Πόσες ώρες εδώ, ή μήπως μέρες. Στην αναμονή ο χρόνος χάνει το νόημά του. Δε μετριέται το ίδιο. Τα φώτα στο ταβάνι πού και πού τρεμοπαίζουν. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην ανάσα μου, να ρυθμίσω το χτύπο της καρδιάς μου, όπως μου είχες μάθει κάποτε, για να ηρεμήσω και να αδειάσω τη σκέψη μου, μα νιώθω σαν ξεκούρδιστο παλιό ρολόι.
Τα μαλλιά μου, πιασμένα ψηλά για να μην με ενοχλούν, μα πονά το κεφάλι μου όπως τα σφίγγω μανιασμένα. Τα μάτια μου φαντάζουν μεγαλύτερα όπως περιτριγυρίζονται από δυο τεράστιους μαύρους κύκλους. Νιώθω αποκαμωμένη σα να πάλευα όλη μέρα στα κάτεργα. Τα χέρια μου τρέμουν σα να κουβαλούσα πέτρες ολημερίς, τα χείλη μου στεγνά. Οι τοίχοι γύρω μου κλείνουν και το δωμάτιο γυρίζει. Πρέπει να συγκρατήσω το φόβο μου, που ετοιμάζεται να γίνει πανικός και να με τυλίξει. Νιώθω το θώρακα μου σαν κλουβί, να κλείνει ολοένα και περισσότερο, φυλακή, να με σφίγγει, την καρδιά μου να πονά, να πνίγεται, όπως η ανάσα στο λαιμό μου κι εκείνος ο λυγμός που κρατώ απ’ την αρχή. Μην ξεφύγει κι η ανησυχία γίνει βεβαιότητα.
Ύστερα έσβησαν όλα. Μόνο σκοτείνιασε. Δεν κατάλαβα, μήτε ένιωσα κάτι.
Κι οι κυρίες συνεχίζουν να τιτιβίζουν ενώ βουλιάζω πιο βαθιά στον καναπέ που με ρουφά σα μαύρη τρύπα.
Νιώθω ένα χάδι στο κεφάλι μου, μια δροσιά στα μάγουλα μου και μια φωνή να λέει “Δεν είναι τίποτα. Λιποθυμήσατε. Μάλλον από την κούραση. “.
Η φωνή μου κάτι θέλει να πει μα δεν ακούγεται τίποτα καθώς κινώ τα χείλη μου. Νιώθω ξανά αδύναμη και μικρή.
Θα περιμένω απλά. Μπροστά στο χρόνο είμαι μονάχα μια κουκκίδα. Στην αναμονή που δεν μπορώ να μετρήσω, σαν ένα στίγμα.
Σε λιγάκι – έτσι νομίζω, λιγάκι ήταν σε σύγκριση με πριν – ένα χέρι τείνει προς το μέρος μου. “Πάει. Τελείωσε. Τώρα μπορείτε να περάσετε να τον δείτε μια τελευταία φορά. Να τον αποχαιρετίσετε. “.