Στις ηλιόλουστες μέρες μου, η θάλασσα έξω από το παράθυρό μου, μου φωνάζει καλημέρα. Κι έχει τον ήχο της φωνής σου. Ήρεμη, καθαρή και βαθιά, καταγάλανη, όπως τα μάτια σου. Έτσι δε μου λείπεις κάθε φορά που είσαι μακριά.
Σε εκείνο τον ήχο του νερού που ακουμπά απαλά την αμμουδιά, τη βρέχει λιγάκι κι αφήνει τα σημαδάκια του καθώς αποτραβιέται σιγανά μέχρι να ξαναπροσπαθήσει να την αγγίξει.
Όταν θυμώνεις θάλασσά μου, μανιασμένα τα κύματά σου παλεύουν με τα βράχια μου, τα σμιλεύουν σα γλύπτης. Τραβάς την αμμουδιά μου σε κάθε σου επιδρομή, παίρνεις μαζί σου ένα κομμάτι μου, να χτίσεις το βυθό σου.
Πότε παλίρροια και πότε άμπωτη…
Στεριά εγώ κι εσύ νερό.
Στους κανόνες του κόσμου αντίπαλοι. Μια θάλασσα δε φτιάχτηκε ποτέ για να υπακούει νόμους, μια στεριά οργωμένη, πονεμένη, με ματωμένα σπλάχνα, να θυσιάζει το κορμί της στις λογικές των ανθρώπων.
Σου αφήνω μηνύματα, γραφές στην αμμουδιά, τα καταπίνει η ακόρεστη δίψα σου να έρθεις κοντά μου, να γίνουμε ένα.
Φτιάχνω προβλήτες, χερσόνησους να γίνω δική σου, να στήσω γέφυρες ανάμεσά μας.
Πάρε από μένα ότι έχω, ταξίδεψέ τα χέρια μου στο βάθος της αβύσσου, ν’ αγγίξουν κοράλια, να βρουν όστρακα και μαργαριτάρια. Ταξίδεψε τα μάτια μου μέσα στα δικά σου, να ιδώ τον κόσμο όπως εσύ. Στα άβαθα που κανείς ως τώρα δεν επήγε, δεν είδε, δεν άγγιξε. Στο σκοτάδι τους άφησέ με να χαθώ, να χτίσω ένα παλάτι, ν’ ανακαλύψω πόλεις βυθισμένες, αγάλματα, ναυάγια.
Πάρε το κορμί μου μαζί σου, να επιπλέει σε ωκεανούς, να κολυμπά ανάμεσα σε ψάρια, να πιάνεται σε φύκια και δίχτυα, να ανακαλύπτει κρυμμένους θησαυρούς.
Πάρε με μαζί σου λίγο λίγο να χτίσω το βυθό σου με την αγάπη μου, να σου δώσω κάτι από μένα.
Δεν τελειώνει η στεριά, μήτε η θάλασσα.
Πάντοτε κάπου θα συναντιόμαστε εμείς.
Κάπου θα αγγιζόμαστε, κάπου θα βρίσκεις αναμνήσεις από μας, κάπου θα κρατάς κάτι δικό μου κι εγώ από σένα το χρώμα των ματιών σου.
Θάλασσά μου…