Σου είχα ζητήσει να μη με πληγώσεις. Θυμάσαι; Σου είχα πει, πως ήμουν έτοιμη, να σου χαρίσω τα πάντα. Άλλωστε αυτό είμαι. Αυτό κάνω. Όλα ή τίποτα. Και τα δίνω όλα. Το τίποτα δεν ήτανε ποτέ επιλογή. Το τίποτα είναι για εκείνους που λογίζονται. Εγώ μονάχα νιώθω.
Είμαι ένας άγγελος, έλεγες, και μου λείπει μονάχα το φωτοστέφανο.
Πάλευα να γίνω καλός άνθρωπος, πάλευα με την ανθρώπινη πλευρά μου, αυτή που οργιζόταν, που ήθελε εκδικητικά να γελάσει, που ειρωνευόταν, που τα ήθελε δικά της όλα εγωιστικά. Πάλευα να γίνω καλύτερη. Μπορούσα, πίστευα. Είχα φως στα μάτια μου. Το σκοτάδι μου μίκραινε σιγά σιγά, έπαυε να θυμίζει μαύρη τρύπα και Big Bang.
Από παιδί έψαχνα στους ανθρώπους εκείνο το ψήγμα καλοσύνης, πιανόμουν από αυτό, σα ναυαγός από σανίδα σωτηρίας. Ήξερα, πως όλοι έχουν μέσα τους λιγάκι θεό, αρκεί να τους αγαπήσεις για να βρουν το δρόμο τους.
Λίγο σπρώξιμο ήθελες κι εσύ. Έτσι νόμιζα πως έβλεπα στα μάτια σου τη θάλασσα. Εκείνη που μπορούσα να ημερέψω. Έτσι νόμιζα. Πως γαλήνευες στα χέρια μου, στο χάδι μου, στη φωνή μου, στην αλήθεια μου. Πώς ήθελες απλά ένα λιμάνι. Λίγο να ακουμπήσεις τα κύματά σου στον κυματοθραύστη, να αφήσεις την τρικυμία σου να γίνει νηνεμία.
Είχα ξαναδεί ανθρώπους που έπαιρναν λιγάκι από το φως μου, το έκαναν δικό τους, κι ύστερα γίνονταν άστρα αυτόφωτα, μα εγω φεγγοβολούσα κι άλλο ευτυχισμένη. Έτσι είναι όταν ομορφαίνεις μια ψυχή και την αφήνεις ελεύθερη.
Δε φοβόμουν να κάνω το ίδιο μαζί σου, σε ήθελα ελεύθερο να επιθυμείς να μένεις δίπλα μου.
Είπα, θα σου δώσω λιγάκι φως, ένα μικρό σπρώξιμο στην πλάτη, θα σου κολλήσω δυο φτερά και θα σ’ αφήσω να πετάξεις.
Εκείνο το βράδυ που αποφάσισα να εξομολογηθώ, δε φοβόμουν. Ατρόμητη ήμουν πάντα. Έτσι είναι ο ανόητος, εκείνος που δε σκέφτεται. Δεν βλέπει συνέπειες – απλώς δεν υπάρχουν.
Όπως αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου, μάλλον βαριά, απονήρευτα, αθώα, δεν σε ένιωσα να σπας ένα ένα εκείνα τα καρφωμένα στην πλάτη μου φτερά. Το φωτοστέφανο το άφηνα στο κομοδίνο. Ποιος θα το έκλεβε;
Ένα ένα με τα χέρια σου – εκείνα που με κρατούσαν τρυφερά – τα τράβηξες ώσπου να μη μείνει ούτε πούπουλο, ούτε νευρώνας, τα τσαλαπάτησες στο πάτωμα κι ύστερα έβαλες μια φωτιά να εξαγνιστούμε. Η θάλασσα που νόμιζα πως είχα δει στα μάτια σου δεν ήθελε να σβήσει η φωτιά, τραβιόταν σαν άμπωτη.
Έμεινα μια κοινή θνητή κι όταν ξύπνησα η ανθρώπινη πλευρά μου συνάντησε εκείνη τη ζωώδη. Ξέχασες πως αν μου πάρεις τη δυνατότητα ν’ αγαπάω με την αθωότητα, την αγνότητα ενός παιδιού θα θυμηθώ πως είμαι γυναίκα. Και δεν έχεις δει χειρότερο ζώο από εκείνη που πληγώθηκε, πιο άγριο, πιο αιμοβόρο. Μου πήρες τα φτερά μου, έβγαλα νύχια μακριά, γαμψα και κοφτερά.
Πρόλαβες να φύγεις πριν ξυπνήσω, μα τώρα έρχομαι ξωπίσω σου.