Το πρόσωπο του απέναντι κελιού

Απέναντί μου εκείνο το πρόσωπο,
Πίσω από τις διπλές, βαριές σιδεριές.

Μας χωρίζουν πολλά,
Μα αναπνέουμε τον ίδιο βαρύ, υγρό, πνιγερό αέρα, εδώ στο υπόγειο.

Ίσως μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Δεν ξέρω, δεν του μίλησα ποτέ.

Μπορεί ακόμα να πιστεύουμε στην ίδια ιδέα,
Να’ χουμε τις ίδιες αρχές, τις ίδιες αξίες, την ίδια φιλοσοφία.

Άραγε να έχουμε τον ίδιο θεό, την ίδια θρησκεία;
Δεν τον έχω δει να κάνει το σταυρό του,
Μα τον έχω δει να προσεύχεται.

Δεν ξέρω.
Ούτε κι εκείνος ξέρει.

Μας χωρίζουν διπλές βαριές σιδεριές
Και τα αντικρυνά κελιά μας
Δεν επιτρέπουν παρά μόνο στη μοναξιά μας να μας κρατά συντροφιά.

Η ώρα όμως πλησιάζει.
Η ώρα να συναντήσεις το δήμιο.
Η ώρα να απελευθερωθείς από το βάσανο που λέγεται ζωή,
Από τους ανθρώπους που σε πληγώνουν, που σε τρομοκρατούν.

Φτάνει η ώρα που ο θάνατος ξεκλειδώνει τις πόρτες,
Σ’ αφήνει να βγεις από το κελί που σε φυλακίζει,
Σε στέλνει σε μια άλλη ελευθερία.
Όχι την ελευθερία που ήλπιζες ή ονειρευόσουν,
Μα την ελευθερία που κάποτε μας βρίσκει όλους,
Την ελευθέρια που ήξερες πως θα’ ρθει μετά την ετυμηγορία.

Στήσιμο στον τοίχο σε παράταξη,
Ντουφέκια…

Και τώρα αναρωτιέμαι
Το πρόσωπο του απέναντι κελιού γιατί δακρύζει…
Ίσως γιατί γνωρίζει πως αύριο μπορεί να’ ναι η σειρά του.
Ίσως τα πούμε στην άλλη πλευρά.
Ίσως ο άλλος κόσμος να’ ναι διαφορετικός, καλύτερος…
Ίσως να είμαστε ελεύθεροι,
Ίσως μιλήσουμε και γίνουμε φίλοι.

Αντίο, Γείτονα!

Δείτε ακόμη...

Απάντηση