Με πνίγει τις νύχτες ο καπνός του τσιγάρου και το πρωί δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω μακριά σου. Ξημερώνομαι σε παραλίες έρημες, να μη μ’ακούσει κανείς να ουρλιάζω, παρά μόνο η θάλασσα. Εκείνη ξέρει.
Θα το χρεώσω σήμερα κι αυτό στο κακό μου κάρμα. Το κουβαλάω κι αυτό μαζί μου, μαζί με το μυαλό μου και την καρδιά μου. Αν μπορούσα κάπου να τα αφήσω, να τ’ αποθέσω ή να τα κλειδώσω ίσως και να’ φευγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου.
Αλλά όχι. Εκεί και το μυαλό και η καρδιά και το κάρμα και οι Ερινύες. Εκεί και η συνείδηση και εκείνο το συναίσθημα πως βράζεις μέσα σε ένα από τα καζάνια της κόλασης και δεν υπάρχει διαφυγή. Να περιμένεις μια έκρηξη, ένα Big Bang κι εκείνο να μην έρχεται. Να μη λυτρώνεσαι ποτέ.
Λάθη. Πολλά λάθη. Και συνεχίζω να κάνω, ασταμάτητη και χειρότερα από πριν.
Και απορώ.
Μα τίποτα σωστό;
Πέφτω και σηκώνομαι και ξαναπέφτω και ξανασηκώνομαι. Και πάλι από την αρχή και πάλι λάθη. Πότε τα ίδια, σαν σωστή ανεπίδεκτη, πότε καινούρια σαν άμαθο παιδί. Μα έχω μεγαλώσει. Έλα που δε μπορώ να το πιστέψω. Πότε πέρασε ο χρόνος και μεγάλωσα;
Ανάβω τσιγάρο κι ο λαιμός μου καίει. Τα μάτια κόκκινα. Τις νύχτες δεν κοιμάμαι. Και ξημερώνομαι εδώ. Να κοιτάζω μια θάλασσα που ποτέ δεν κατάλαβα. Κι αν την άγγιξα λίγο, τι έγινε; Εκείνη θα φεύγει και θα’ ρχεται. Δε θα την περιμένω εδώ. Μάλλον σε κάποιον άλλο τόπο, θα την κοιτάζω κι ίσως να μοιάζει άλλη θάλασσα, μα θα’ ναι ίδια κι απαράλλαχτη και θα με ξέρει. Γιατί κι αυτή την κουβαλάω μαζί μου. Γιατί μ’ ακούει, τις νύχτες αυτές που δεν τελειώνουν, μήτε σα βγει ο ήλιος. Γιατί με ξέρει μες στο σκοτάδι μου και πού και πού σαν κολυμπάω, σηκώνει τα βάρη μου μην τύχει και βυθιστώ. Ούτε κι εκείνη κατάλαβε πόσο το ήθελα να βυθιστώ.
Άντε να πούμε καλημέρα και ξημέρωσε πάλι. Άντε να μπούμε σ’ ένα καράβι να φύγουμε. Δε φτιάχτηκα για τ’ αεροπλάνα, μήτε για να κοιτάω από ψηλά. Χειρότεροι είναι τούτοι οι αποχαιρετισμοί. Έχουν μια δόση ελευθερίας και την αίσθηση του Θεού. Μα εγώ θυμίζω Ίκαρο και τα φτερά μου – τα κολλημένα με κερί – απλά λιώνουν.
Έχει το σήμερα την όψη του χθες. Με μπερδεύει.
Σκοτείνιασε κι η θάλασσα κι ο ουρανός. Φυσάει κι ένας άνεμος παράξενος. Δεν έχει να με σπρώξει πουθενά. Θα’ τανε μια καλή μέρα για ταξίδι, αν ήξερες που πηγαίνεις. Μα μοιάζουν δαιδαλώδεις οι διαδρομές του νου.