Στις κρύες νύχτες του χειμώνα που το κρεβάτι μοιάζει πιο άδειο και ακόμη περισσότερο κρύο, παλεύεις με τα σεντόνια, που ακόμη για κάποιον παράξενο λόγο μυρίζουν το άρωμά της. Κοιτάζεις το άδειο μαξιλάρι δίπλα σου και βλέπεις το πρόσωπό της, εκείνο που σου χαμογελούσε το πρωί, όταν άνοιγες δίπλα της τα μάτια σου, πάντα θυμωμένος γιατί μισούσες το πρωινό ξύπνημα. Εκείνο το χαμόγελο σα βάλσαμο, ο πιο όμορφος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου μαζί με το πρωινό μαζί της, έναν καφέ φτιαγμένο με αγάπη από τα χέρια της, ένα χάδι στο πρόσωπό σου κι ένα φιλί της πάντα γλυκό κι ας είχε γεύση νικοτίνης. Το πρώτο τσιγάρο της μέρας, το πιο εθιστικό, το πιο αναγκαίο, το φιλί της ήταν. Κάτι να έχεις να σκέφτεσαι όλη την υπόλοιπη ημέρα και να περιμένεις ανυπόμονα τη στιγμή που θα γύριζες κοντά της. Και τώρα μόνος…
Πρώτη φορά μετά από χρόνια, χωρίς το άρωμα των μαλλιών της στο μαξιλάρι δίπλα σου, χωρίς τη μορφή της να περιφέρεται στο χώρο, χωρίς τα μάτια της που σε κοίταζαν σαν να’ χε συμπυκνωθεί ο κόσμος όλος στη δική σου μορφή, χωρίς το κορμί της στα χέρια σου να στριφογυρνάει, χωρίς το άγγιγμά της που αναστάτωνε την πλάση σαν αέρας, χωρίς το πάθος για ζωή κι έρωτα στη φωνή της. Είχες ξεχάσει να την αγαπάς, να της το λες, να της το δείχνεις. Είχες ξεχάσει πόσο σημαντική ήταν για σένα, μέχρι που έπαψε να είναι εδώ.
Δεν μπορείς να θυμηθείς τη φωνή της καλά, πάει τόσος καιρός που δεν την ακούς. Είχε όμως έναν παλμό, μια μελωδία, ένα ρυθμό που θύμιζε τραγούδι ροκ. Λίγη απελπισία, λίγη επιτακτική ανάγκη να τη νιώσεις, έτοιμη να κραυγάσει κι όμως τόσο ήσυχη.
Ανάβεις ένα τσιγάρο, γιατί απόψε οι αναμνήσεις χτυπάνε την πόρτα κι εσύ θέλεις τόσο να ανοίξεις. Όταν γεμίσει το δωμάτιο καπνό και βλέπεις μόνο λίγο φως μες στην ομίχλη, όταν η ανάσα σου θα πνίγεται κι ο λαιμός σου θα πονά, με τη φωνή σου βραχνή θα σκεφτείς άλλη μια φορά να την πάρεις τηλέφωνο. Ίσως ακόμα τα δάχτυλά σου να πληκτρολογήσουν τον αριθμό της μα πριν ακόμα καλέσει θα κατεβάσεις το ακουστικό.
Με ποιο δικαίωμα να την πληγώσεις πάλι, με ποιο δικαίωμα να ζητήσεις συγγνώμη κι άλλη μια ευκαιρία, με ποιο δικαίωμα όταν το μόνο που σου ζήτησε ποτέ, ήταν λίγη σημασία ανάμεσα σε όλα εκείνα που εσύ θεωρούσες πάντα δεδομένα και υποχρεωτικά ενώ εκείνη βούλιαζε στην αναμονή της στέψης της σε προτεραιότητά σου…
Βάζεις στο ποτήρι ένα ουίσκυ, εκείνο που πάντα μισούσε. Θα ρίξεις μια τελευταία ματιά στις παλιές σας φωτογραφίες πριν τις διαγράψεις, θα ακούσεις το αγαπημένο της τραγούδι, θα σκεφτείς πόσο την αγάπησες με εκείνο το δικό σου τρόπο – που δεν ήξερε πώς να της το πει, πώς να της το δείξει, πως να συμβιβάσει τα θέλω και τις απαιτήσεις σου, τις συνήθειές σου με τα όνειρά της – κι ύστερα θα ανοίξεις το παράθυρο να φύγει ο καπνός, θα της πεις καληνύχτα και θα την αφήσεις ελεύθερη να βρει την ευτυχία με κάποιον που θα θέλει και θα μπορεί να της δώσει αυτά που ψάχνει.