Προσπαθείς κάτι να μου πεις και δεν τα καταφέρνεις, μα εγώ δεν μπορώ να μαντεύω τη σκέψη σου. Βάζω με το νου μου τόσα πολλά και παράξενα γιατί ξέρεις πως η φαντασία μου οργιάζει. Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μιλάγαμε ανοικτά, με ειλικρίνεια, να ήταν όλα ξεκάθαρα σαν ουρανός ασυννέφιαστος; Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μάλλον όχι.
Δε μας ωφελεί ούτε καν αυτό.
Γιατί κανείς μας δεν ακούει, δεν εμπιστεύεται…
Δε φταις μονάχα εσύ. Φταίει η παθολογική μου ζήλια. Φταίω που ζηλεύω τον αέρα που αναπνέεις, τους φίλους σου που μου στερούν την προσοχή σου ακόμη κι όταν είμαστε όλοι μαζί. Ζηλεύω το χρόνο που περνά κι είμαι μακριά σου, την ώρα της δουλειάς, εκείνο τον καφέ με τους γονείς σου, τις σκέψεις που απασχολούν το μυαλό σου όταν δε σκέφτεσαι εμένα. Αν ρίξεις τη ματιά σου σε άλλη γυναίκα ορκίζομαι θα σκοτωθώ.
Εκείνη η άτιμη η ζήλια μου, που προσπαθώ να την κρατήσω σε καταστολή και δεν μπορώ. Κι εσύ να μη μου δίνεις λαβές και δικαιώματα, μα ό,τι κι αν κάνεις δεν μπορείς από το νου μου να βγάλεις αυτή τη μάστιγα. Πόσο θα κρατήσει όλο αυτό δεν ξέρω να σου πω. Βλέπω πόσο λάθος κάνω. Βλέπω πώς μας καταστρέφω και τους δυο.
Βλέπω, δε σου φτάνει κι εσένα να παλεύεις μαζί μου, μα παλεύεις και με τους δαίμονες μέσα σου, κι όταν παραφέρεσαι προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Μα εμένα είναι στιγμές που με τρομάζεις. Κι όλο φοβάμαι το βλέμμα σου, σαν πέλεκυς θα πέσει πάνω μου σα θυμώνεις, σαν οργίζεσαι. Τα πράσινα μάτια σου πως σκοτεινιάζουν, τα φρύδια σου σμίγουν απειλητικά, βαριανασαίνεις, καθώς αρχίζεις να πνίγεσαι. Εγώ στο έκανα αυτό; Εσύ μου λες, συγχύζεσαι και πια υπομονή δεν έχεις. Δεν είναι μοναχά τα λόγια σου, που σκληρά και άπονα χτυπάνε, κάνουν τα αυτιά μου να βουίζουν, την καρδιά μου να σφίγγεται και πού και πού ένας πόνος με τρυπά. Είναι που χτυπάς βάναυσα την πόρτα πίσω σου σαν φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνη να τρελαίνομαι από τύψεις κι ενοχές για αυτό που σου κάνω, γι’ αυτό που μας κάνω.
Ξέρω έχεις δίκιο. Πόσο ν’ αντέξεις να απολογείσαι κάθε στιγμή, να προσπαθείς να αποδείξεις τον εαυτό σου, την αγάπη σου.
Μα τρελαίνομαι στη σκέψη πως μπορεί να μη γυρίσεις. Και μπήγω τα νύχια μου στα μπράτσα μου, αγκαλιάζοντας το κορμί μου με απελπισία, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και ουρλιάζω υστερικά και κλαίω και φοβάμαι…
Με βρίσκεις κάθε φορά γονατισμένη στο πάτωμα, κουλουριασμένη, βουβή να κοιτάζω την πόρτα περιμένοντας να την ανοίξεις, να σε δω να μου χαμογελάς συγκαταβατικά, να με κρατάς στην αγκαλιά σου σφιχτά, να με φιλάς γλυκά, απαλά και παθιασμένα, να μου ψιθυρίζεις στ’ αυτί πως όλα θα διορθωθούν, πως όλα θα τα φτιάξουμε εμείς μαζί. Γίνεται, αλήθεια;
Δε σε ξέρω. Στο έχω πει; Τόσος καιρός και δε σε ξέρω. Σε ψάχνω, αναρωτιέμαι, σε φοβάμαι, λυπάμαι. Παλεύω να σε μάθω και ξεχνάω τον εαυτό μου. Στον αγώνα να βρω λίγο χρόνο και λίγο χώρο στη ζωή σου, να σε γνωρίσω καλύτερα ενώ κλείνεσαι μέσα στο καβούκι σου κι εξαφανίζεσαι. Κι εγώ σε θέλω δικό μου αποκλειστικά, ολοκληρωτικά… Κι όλο μου λείπεις πιο πολύ. Σαν όνειρο θυμάμαι πως κάποτε όλα ήταν αλλιώς. Κι ύστερα εκείνο το σαράκι άρχισε να με τρώει.
Θα στάξω λίγο αλκοόλ μες στο ποτήρι απόψε για να μπορέσω να κοιμηθώ. Ας ξημερώσει κι υπόσχομαι να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή. Είπες μπορούμε. Έτσι δεν είπες;