Δύο σκέψεις πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου, όταν επέστρεψες.
Η μία ήταν να τρέξω στην αγκαλιά σου και να σου πω πόσο μου έλειψες και πόσο σ’αγαπώ. Κι η άλλη ήταν να σου κλείσω τη πόρτα κατάμουτρα χωρίς να πω κουβέντα. Να καταλάβεις ότι είσαι ανεπιθύμητος και να φύγεις. Να μη σε ξαναδώ, να μη σε ξαναθυμηθώ.
Όμως όντας πονόψυχη – όπως θέλω να με αποκαλώ, για να αποφύγω τον όρο δειλή – σε άφησα να κάνεις βόλτα πάλι μέσα στη ζωή μου. Να πηγαινοέρχεσαι χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις, χωρίς συμφωνίες και όρους. Αντίθετα με αυτό που θα έπρεπε πολύ σοφά να είχα κάνει, από το λεπτό που πέρασες το κατώφλι της.
Μα ποιον κοροϊδεύω;
Ποτέ δεν έπρεπε να σου επιτρέψω να περάσεις αυτή την πόρτα. Την τριπλο-αμπαρωμένη και σφραγισμένη με κάθε δυνατό τρόπο…
Εμείς οι δύο θα έπρεπε να μετράμε χιλιόμετρα ανάμεσα μας. Βουνά, ποτάμια και χώρες αν είναι εφικτό. Γιατί θυμάσαι τι λέει η Θεωρία;
“Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.”
Έτσι ήλπιζα κι εγώ μα έχεις αρχίσει να με δυσκολεύεις με τρόπο ασφυκτικό. Μπουκάροντας στο κλουβί μου και γκρεμίζοντας τους τοίχους μου ολοσχερώς. Εκείνους τους τοίχους που μου πήρε χρόνια να χτίσω, λίγο λίγο κάθε μέρα, βάζοντας ένα τούβλο και ρίχνοντας τρία…
Λένε πως τίποτα δεν ξεχνιέται. Τελικά αποδείχθηκε πως ισχύει και στην περίπτωσή μας. Μιας και με μία συνάντηση μας, γύρισα στο τότε. Σαν να είχα κοιμηθεί μια μέρα μετά από εκείνη τη στιγμή, που έκλεισα την πόρτα με σένα στο πλατύσκαλο με γυρισμένη την πλάτη, να φεύγεις. Σαν το μακρινό σου αυτό το ταξίδι να κράτησε μια νύχτα αντί για μια ζωή και να επέστρεψες χορτασμένος από όλα αυτά που ήθελες να δεις και να ζήσεις.
Όταν η πόρτα έκλεισε, έκλεισε μαζί και κάθε πόρτα της ζωής μου. Έσβησε κι αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας, ένα σημείο όπου μαγειρεύουμε τα συναισθήματα μας. Βλέπεις η συνταγή ήταν συγκεκριμένη και εγώ υστερούσα στον αυτοσχεδιασμό. Μία συνταγή ήξερα και σε αυτή έλειπε το βασικό συστατικό. Έτσι το εργοστάσιο έκλεισε, η παραγωγή σταμάτησε και έξω από το κτίριο μπήκε ταμπέλα.
“Πωλείται. Δίδεται αντιπαροχή.”.
Κι έτσι έγινε. Όπως χτίστηκε στην αρχή, με τον ίδιο τρόπο γκρεμίστηκε και στη θέση του βρέθηκαν τεράστιοι τοίχοι που κατέληγαν άψυχου τσιμεντένιου κτιρίου.
Κι έχω την συνήθεια να ξεφεύγω από την ουσία. Όσα και να έχτισα, όσα και να γκρέμισα δεν είχαν σημασία. Ήταν θέμα δευτερολέπτων να επανέλθουν όλα στην αρχική τους μορφή.
“Η μνήμη είναι ελαστική, ανθεκτική σα λάστιχο. Κάνει πως υποχωρεί και σβήνει. Προχωρείς εύπιστος και ύστερα εκσφενδονίζεται βίαια και σου τσακίζει τα μούτρα.”
“Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο”,
λεει η Βαμβουνάκη, που τόσο αγαπώ. Η δική μου δεν έφτασε ποτέ ούτε καν ως την πύλη. Έμεινε στο καθαρτήριο μέχρι τη μέρα της κρίσης. Όσο και να πίστευα πως ότι συναίσθημα είχα, χάθηκε. Πως είμαι κενή πια, άδεια. Πως δε θα νιώσω ξανά ποτέ στη ζωή μου, όπως για σένα, όπως με σένα. Τελικά όλα ήταν εκεί. Δεν έφυγαν ποτέ.
Ακόμα και οι αναμνήσεις, εκείνες οι φρικτές αναμνήσεις που με έκαναν πρώτα να κλείσω τα συναισθήματα μου και να ταμπουρωθώ. Αναγνωρίζω πως δεν ήταν η φυγή σου η αιτία. Έγκειται ο λόγος σ’ όλα αυτά που βίαια με ανάγκασες να υπομένω. Κι εγώ να επιμένω να μένω δίπλα σου, εκεί.
Και τώρα που ξέρεις πως νιώθω μπορείς να φύγεις αν θες…
Πού ήμουν εγώ εκείνη την νύχτα; Πού βρέθηκα, σε ποια ζωή; Τι ήταν αυτό είδα;
Μονάχα μία πλάτη να απομακρύνεται και ένα πρόσωπο που επιστρέφει την επόμενη μέρα. Ενδιάμεσα; Ένας ανήσυχος ύπνος.